Έχουμε αναφερθεί κατ’ επανάληψη στην ελλειμματικότητα του παιδαγωγικού περιεχομένου των γονέων απέναντι στα παιδιά τους αλλά και στις σχέσεις τους με το σχολείο.
Όσο οι κύριοι θεσμοί της αγωγής, οικογένεια και σχολείο, δεν συνεργάζονται συστηματικά και δημιουργικά στο ζήτημα εκπαίδευσης και διαπαιδαγώγησης των μαθητών / μαθητριών δεν μπορεί να αλλάξει το σημερινό εν πολλοίς παραδοσιακό και αναποτελεσματικό σχήμα παιδείας και μόρφωσης.
Ωστόσο, υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα που επιβαρύνει επιπρόσθετα την κακοτεχνία του παιδαγωγικού μας σκηνικού.
Οι γονείς αντιδιαπαιδαγωγούν τα παιδιά τους.
Δεν τα μαθαίνουν και δεν τα εξασκούν στα μεγάλα προτάγματα της παιδαγωγικής ούτε σε έναν ουμανιστικό αξιακό κώδικα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά έτι περαιτέρω τους καλλιεργούν την ανευθυνότητα και την έλλειψη σεβασμού.
Σε παλιότερους καιρούς, σε εποχές του συντηρητικού ή και αυταρχικού σχολείου, οι γονείς στις τριμερείς συναντήσεις «εκπαιδευτικών – μαθητών – και των ιδίων» έπαιρναν σχεδόν εξ ορισμού το μέρος των εκπαιδευτικών και ήσαν υπέρ του δέοντος αυστηροί έναντι των παιδιών τους. Σήμερα στους καιρούς της διευρυμένης δημαγωγίας και του διάχυτου λαϊκισμού η εικόνα έχει αντιστραφεί.
Οι γονείς υπερασπίζονται τα παιδιά τους ακόμα και όταν καταφανώς κάνουν λάθος!
Πήγαμε δηλαδή από τη μια λανθασμένη άκρη στην άλλη εξίσου ή και περισσότερο λανθασμένη άκρη…
Αντί οι γονείς να ενσταλάζουν σιγά – σιγά την έννοια και την αξία της ευθύνης στα παιδιά τους, που θα τους δίνει όλο και μεγαλύτερη αυτονομία στη ζωή τους και θα τα βοηθάει να παίρνουν δημιουργικές αποφάσεις για τον εαυτό τους, τα δικαιολογούν ακόμα και όταν διαπράττουν λάθη. Μια τέτοια αντίληψη και πρακτική όχι μόνο δεν βοηθάει τα παιδιά στο να κατακτούν αυτοπεποίθηση για τη δύσκολη ζωή αλλά και απομειώνει τις προσπάθειές τους για τη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας.
Προφανώς και η περιπτωσιολογία δεν είναι και η καλύτερη μέθοδος για την εξαγωγή συμπερασμάτων, αλλά δεν παύει να έχει την αξία της είτε στη λογική μιας «μελέτης περίπτωσης» (case study) είτε στη λογική ότι κάθε συγκεκριμένο παράδειγμα μπορεί να δώσει κάποια στοιχεία για την κατανόηση του ούτως ή άλλως πολυσύνθετου παιδαγωγικού και εκπαιδευτικού έργου.
Η συγκεκριμένη μαθήτρια είναι μια πολύ καλή μαθήτρια.
Είχε όμως ένα ελάττωμα˙ δεν μπορούσε να σηκωθεί πρωί για να πηγαίνει στο σχολείο εγκαίρως, με αποτέλεσμα να παίρνει κατ’ επανάληψη απουσίες. Παρά το γεγονός των επαναλαμβανόμενων προειδοποιήσεων τόσο της υπεύθυνης εκπαιδευτικού όσο και της διευθύντριας αλλά και άλλων εκπαιδευτικών και στην ίδια τη μαθήτρια και στη μητέρα της, οι απουσίες συσσωρεύονταν σα να μη συμβαίνει τίποτα. Η διεύθυνση του σχολείου είχε καλέσει αρκετές φορές τη μητέρα και την ενημέρωνε για την όλη πορεία των απουσιών. Η μητέρα σ’ όλη αυτή την πορεία επέκρινε την κόρη της, αλλά δεν έλυνε και το πρόβλημα.
Τελικά οι απουσίες υπερέβησαν το όριο των 114, υπερέβησαν και το όριο των 164 (των καλών μαθητών…), υπερέβησαν τις 220 και, όπως ήταν φυσικό, η μαθήτρια έμεινε στην ίδια χρονιά, με βάση τα προβλεπόμενα από το νόμο. Πρόκειται προφανώς για ένα φοβερό λάθος, που επηρεάζει την εφηβική ζωή της μαθήτριας και για μια απαράδεκτη στάση τόσο της μαθήτριας όσο και της μητέρας.
Η συνέχεια είναι αποκαλυπτική, αποκαλυπτική της υποκουλτούρας που οδήγησε στην απώλεια της σχολικής χρονιάς αλλά και στην αντιδιαπαιδαγώγηση της μαθήτριας.
Η μητέρα έκανε ένσταση στη Διεύθυνση της Εκπαίδευσης με το αιτιολογικό ότι η κόρη της δεν αντιμετωπίστηκε με την επιπρόσθετη αιτιολογία της «εποχικής γρίπης», που είχε εισάγει το Υπουργείο Παιδείας προς το τέλος της σχολικής χρονιάς. Φυσικά αυτό δεν γινόταν, γιατί δεν μπορούσε η μαθήτρια να λογίζεται ότι έχει γρίπη τις δύο πρώτες ώρες κάθε ημέρα που έλειπε και να μην έχει τις υπόλοιπες ώρες.
Η ένσταση απορρίφθηκε «αυθωρεί και παραχρήμα». Αλλά έχει σημασία η συνέχεια.
Η μητέρα έκανε παράπονα στο Σύλλογο, γιατί ο Σύλλογος δεν αποχαρακτήρισε παλιότερες ασθένειες της μαθήτριας και να τις εντάξει στην εποχική γρίπη. Ζητούσε δηλαδή από το σύλλογο και να αλλάξει τα χαρτιά των γιατρών (!) αλλά και να παρανομήσει συνειδητά και αβασάνιστα. Ακόμα και όταν οι εκπαιδευτικοί της τόνιζαν ότι αυτό δεν μπορούσαν να το κάνουν ποτέ, η μητέρα της συνεχίζοντας το κρεσέντο της ανευθυνότητας και της παρακμιακής νοοτροπίας έλεγε ότι στα άλλα σχολεία έτσι έκαναν οι εκπαιδευτικοί. Αλλά όταν της αναφερόταν ότι αυτό είναι παράνομο και της ζητούσαν να αναφέρει έστω και ένα σχολείο, άλλαζε τη κουβέντα.
Είναι προφανές ότι η μητέρα δεν είχε καταλάβει τι σημαίνει τήρηση της νομιμότητας ούτε ποια είναι η έννοια του «σωστού» στην αγωγή του παιδιού της ούτε ποια είναι η αξία της ευθύνης.
Σημειωτέον ότι η μητέρα ήταν αρκετά εκπαιδευμένη και με πτυχίο «υψηλής ζήτησης», όπως λέμε για τις …περιζήτητες σχολές.
Το ερώτημα που θέτω είναι απλό.
Μπορεί το σχολείο να διαπαιδαγωγήσει, όταν οι γονείς αντιδιαπαιδαγωγούν με τόσο ωμό τρόπο τα παιδιά τους;