Τον δρόμο για τη φυλακή πήρε το μεσημέρι της Πέμπτης (14/11) ένας 42χρονος πατέρας δύο κοριτσιών, Ινδός υπήκοος, ο οποίος καταδικάστηκε σε ποινή εννέα ετών κάθειρξης από το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Κρήτης στα Χανιά, για βιασμό και γενετήσιες πράξεις σε βάρος κοριτσιού κάτω των 12 ετών και συγκεκριμένα, της 10χρονης ανιψιάς του.
Τα περιστατικά έλαβαν χώρα το 2014 σε περιοχή του Ρεθύμνου. Η κακοποίηση του παιδιού ξεκίνησε από τα 9 περίπου έτη, όταν ο θείος και θεία με τα δύο μωρά τους, μετακόμισαν στο ίδιο σπίτι όπου έμενε το θύμα με τους γονείς της και την μικρή αδερφή της.
«Με ακουμπούσε αλλά δεν μου άρεσε. Δεν ήξερα γιατί σε εκείνη την ηλικία, ήξερα ότι δεν μου άρεσε. Με ακουμπούσε και μου έκανε συνέχεια σχολιασμούς (…)» ανέφερε, μεταξύ άλλων. Στη συνέχεια, φτάνοντας στον βιασμό της, εξιστόρησε αναλυτικά τον τρόπο που την προσέγγισε ο θείος, αφού πλέον είχε φύγει για την Ινδία η θεία της με τα μωρά και εκείνος είχε μισθώσει άλλο διαμέρισμα. «Ήταν ένα σίχαμα, σιχαινόμουνα, του είπα πως δεν μου άρεσε. Έκλαιγα» ανάφερε, μεταξύ άλλων.
«Ξαφνικά έγινε το μπαμ»
Η υπόθεση, θα παρέμενε πιθανότατα πίσω από τις πόρτες του σπιτιού του δράστη, εάν δεν την είχε καταγγείλει στην αστυνομία η μητέρα μιας επιστήθιας φίλης του θύματος, στην οποία η 16χρονη -πια – Ινδή, την εκμυστηρεύτηκε, στη διάρκεια διαλείμματος στο σχολείο, όταν φοιτούσαν στην α΄ λυκείου, το 2020.
«Όταν πήγαινα α’ λυκείου ξαφνικά με έπιασε μια κρίση πανικού. Τα κρατούσα όλα μέσα μου ως τότε, δεν είχα μιλήσει σε κανέναν και προχωρούσα, είχα φίλες, ήμουν πολύ κοινωνική, ήμουν καλά. Ξαφνικά τότε έγινε το μπαμ. Ήταν μπροστά οι φίλες μου. Αυτές μου είπαν να πάω σε ψυχολόγο. (…) Μετά ήρθε σπίτι η αστυνομία και με πήρε. Τους παρακάλεσα να μη μάθουν τίποτα οι γονείς μου. Έμαθα πως το είχε καταγγείλει η μαμά της φίλης μου», εξιστόρησε ενώπιον του δικαστηρίου, η 20χρονη σήμερα κοπέλα που εντυπωσίασε το ακροατήριο με τη συγκρότηση του λόγου και της προσωπικότητάς της.
«Λίγο πριν φύγω για σπουδές πήγα και ζήτησα να μη συνεχιστεί η υπόθεση. Δεν ήθελα να κάνω καταγγελία. Ήθελα να μείνει το θέμα μέσα στο σπίτι. Είμαστε μια πολύ παραδοσιακή οικογένεια, παλαιών αρχών, δεν μπορούσα να πω τέτοια πράγματα στους γονείς μου. Ακόμα και σήμερα δεν μπορώ» τόνισε στη συνέχεια το θύμα.
«Οι γονείς μου δούλευαν πολύ, δεν μου είχαν μιλήσει για τη σεξουαλική παρενόχληση. Πολύ αργότερα κατάλαβα τι είχε συμβεί» σημείωσε το κορίτσι, φοιτήτρια σήμερα ψυχολογίας ενώ απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις της έδρας αλλά και του δικηγόρου υπεράσπισης του κατηγορούμενου, μόνη της και χωρίς δικηγόρο υποστήριξης της κατηγορίας.
Ο Εισαγγελέας της Έδρας στην αγόρευσή του ήταν καταδικαστικός, καθώς πρότεινε ο κατηγορούμενος να κριθεί ένοχος και για τα δύο κακουργήματα, του βιασμού και της τέλεσης γεννετήσιων πράξεων σε ανήλικο κάτω των 12 ετών.
Για το γεγονός ότι η καταγγελία έγινε αργότερα, τόνισε πως είναι σύνηθες να συμβαίνει αυτό σε θύματα τόσο μικρής ηλικίας καθώς μόνο αργότερα και όταν βρεθούν σε ασφαλές περιβάλλον μπορούν να ανοιχτούν. Για το ότι ο κατηγορούμενος παρέμεινε στην Ελλάδα και δεν προσπάθησε να φύγει, σημείωσε ότι δεν αισθάνθηκε ότι κινδυνεύει γιατί έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του θύματος.
Η ιατροδικαστική επιβεβαιώνει τους δικούς της ισχυρισμούς
Ήταν όλα βιώματα. Τα εξιστόρησε από τη πρώτη στιγμή και τα εξιστορει ακόμα επειδή τα έζησε. Οι πράξεις αυτές τελέστηκαν και ο βιασμός και οι γενετήσιες πράξεις τελέστηκαν έωλοι και αναπόδεικτοι ισχυρισμοί ουδόλως αλλάζουν την ουσία» τόνισε.
Από τη μεριά του ο κατηγορούμενος αρνήθηκε τα πάντα.
«Δεν την έχω πειράξει ποτέ. Δεν έχω κανένα κακό. Γιατί μου το κάνει αυτό;» σημείωσε, μεταξύ άλλων, στην απολογία του, ενώ ο δικηγόρος του έκανε λόγο για μια κατευθυνόμενη μήνυση που εφορμάται από την αντιδικία του κατηγορούμενου με την πρώην σύζυγό του.
Οι ισχυρισμοί του ωστόσο δεν έπεισαν το δικαστήριο που τον έκρινε ομόφωνα ένοχο και του επέβαλε ποινή 9 ετών όπως και πρωτόδικα με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στη φυλακή για πρώτη φορά μετά από την αποκάλυψη της υπόθεσης.