S&P: Οι ελληνικές τράπεζες αποκτούν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα – Αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,4% έως το 2027


O οίκος αξιολόγησης εκτιμά ότι αποτελέσματα των τραπεζών θα έχουν στήριξη, παρ’ ότι το περιβάλλον των επιτοκίων θα γίνει λιγότερο ευνοϊκό. Τι προβλέπει για το ελληνικό ΑΕΠ.

Αναλυτές του οίκου αξιολόγησης Standard & Poor’s κάνουν λόγο για συνολικά βελτιωμένη ανθεκτικότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, επισημαίνοντας τόσο την έγκριση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την επανέναρξη των πληρωμών μερισμάτων από τις τράπεζες, όσο και την αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στις συστημικές τράπεζες.

Συγκεκριμένα, ο οίκος εκτιμά ότι αποτελέσματα των τραπεζών θα έχουν στήριξη, παρ’ ότι το περιβάλλον των επιτοκίων θα γίνει λιγότερο ευνοϊκό και τα έσοδα από τόκους θα περιορισθούν, επικαλούμενος τις απλοποιημένες δομές κόστους, την εξομάλυνση του κόστους του ρίσκου και την αύξηση του δανεισμού.

Ακόμη, οι αναλυτές προβλέπουν ότι ο πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας θα αυξηθεί κατά 2,4% μέσο όρο την περίοδο 2024 – 2027, υπεραποδίδοντας έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδιαιτέρως χάρη στην ανάκαμψη της επενδυτικής δραστηριότητας που οφείλεται στα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς και το γεγονός ότι η εγχώρια οικονομία εξακολουθεί να είναι 22% μικρότερη από την κορύφωση πριν από την κρίση χρέους.

Επιπλέον, αναμένεται ότι η ποιότητα του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών θα είναι ανθεκτική με περιορισμένες νέες εισροές μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων χάρη στις θετικές προοπτικές της αγοράς ακινήτων, τα βελτιωμένα πρότυπα αναδοχής και τις αυξημένες προοπτικές ανάκαμψης λόγω των δικαστικών μεταρρυθμίσεων της περασμένης δεκαετίας. Τέλος, εκτιμάται πως το χαρτοφυλάκιο των δανείων θα αναπτυχθεί κατά 3% – 4%.

Η ενεργή εξυγίανση των ισολογισμών ολοκληρώνεται, με τα περισσότερα προβλήματα ποιότητας ενεργητικού να παραμένουν σε μικρότερες τράπεζες. Χάρη σε αυτήν την τάση, παράλληλα με τη χορήγηση νέων δανείων σε υγιέστερες επιχειρήσεις, ο οίκος προβλέπει ότι ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων περιουσιακών στοιχείων (NPA) θα μειωθεί σε περίπου 5% έως το τέλος του 2025.

Παρ’ όλ’ αυτά, ο οίκος αναμένει ότι το κόστος κινδύνου θα παραμείνει κοντά στις 80 μονάδες βάσης για τις περισσότερες τράπεζες τους επόμενους 12 – 18 μήνες, πολύ πάνω από το αντίστοιχο των ευρωπαϊκών ομολόγων.

Η ποιότητα του κεφαλαίου εξακολουθεί να είναι ασθενής και οι προοπτικές βελτίωσης παραμένουν χαμηλές, περιορίζοντας τις αξιολογήσεις των τραπεζών. Το DTC αποτελεί πάνω από το 50% των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών και αποσβένονται σε μικρές δόσεις, σύμφωνα με τον οίκο.

Η ικανότητα κερδοφορίας των τραπεζών βελτιώθηκε, αλλά τα χαμηλότερα επιτόκια θα δοκιμάσουν την ανθεκτικότητα της κερδοφορίας, όπως σημείωσαν οι ειδικοί της S&P. Το χαμηλότερο κόστος κινδύνου, τα ισχυρά έσοδα από προμήθειες, η επανέναρξη της πιστωτικής επέκτασης και η βελτιωμένη λειτουργική αποτελεσματικότητα θα αντισταθμίσουν εν μέρει την απώλεια καθαρών εσόδων από τόκους από τα χαμηλότερα επιτοκιακά περιθώρια.


Πηγή


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ