Εικάζεται ότι επρόκειτο για ιστορικό πρόσωπο, πολύ άσχημη γυναίκα ή γριά, η οποία, αντί να χρησιμοποιεί το συνηθισμένο ψιμύθιο (πούδρα) των γυναικών, πασπάλιζε το πρόσωπό της με αλεύρι από κριθάρι (άλφιτα) για να φαίνεται άσπρο και όμορφο και η ίδια να φαίνεται νεαρότερη και ομορφότερη. Στη πραγματικότητα επιτύγχανε το αντίθετο τρομάζοντας τους περαστικούς. Έτσι στην λαϊκή συνείδηση και μνήμη έμεινε ως ένα παροιμιώδες φόβητρο των μικρών άτακτων παιδιών. Είναι όμως αυτή η αρχή του μύθου; Άραγε πως συνδέεται η Αλφιτώ με την Σαμοθράκη τα νερά της Στύγας την λέπρα και εν τέλει με την Γηραιά Αλβιώνα, δηλαδή την Μεγάλη Βρετανία; Ας πάμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι.
Μας λέει ο Ρ.Γκρέιβς στο βιβλίο του Λευκή θεά: “Οι Ιέρειες της Λευκής Θεάς στην αρχαία εποχή είναι πιθανόν να λεύκαιναν τα πρόσωπά τους με κιμωλία κατά μίμηση του λευκού δίσκου της Σελήνης. Είναι πιθανόν στη Σαμοθράκη, ξακουστή για τα Μυστήρια της Λευκής Θεάς, να παίρνει το όνομά της από τη φολιδωτή λέπρα, διότι είναι γνωστό ότι σαμο- σημαίνει λευκό και ότι η λέξη στα αρχαία γοϊδελικά γι’ αυτό το είδος της λέπρας ήταν σαμοθρούσκ. Από τη μία είναι η ευχάριστη λευκότητα της μαργαριτώδους κριθής ή του γυναικείου σώματος ή του γάλακτος ή του απάτητου χιονιού, από την άλλη είναι η φριχτή λευκότητα του πτώματος ή ενός φάσματος ή της λέπρας.
Εξ αυτού, στο Λευιτικόν ΙΔ΄ 10, η ευχαριστήρια προσφορά του λεπρού μετά την ίασή του, που αρχικά πληρωνόταν στη Μητέρα-θεά, ήταν μία ποσότητα κριθαλεύρου.
Η Αλφιτώ, συνδυάζει τούτες τις έννοιες: διότι αλφός είναι η λευκή λέπρα, αυτή που μοιάζει με λεύκη και προσβάλλει κυρίως το πρόσωπο, και άλφιτον είναι το κριθάλευρο, και η Αλφιτώ ζούσε στις κορφές των γκρεμών της Νώνακρης σε αιώνιο χιόνι”. Ο Παυσανίας στο βιβλίο Αρκαδικά [8] 17, 6 – 18, 3 γράφει:
“Προχωρώντας κανείς από τον Φενεό προς δυσμάς, αν πάρει ένα δρόμο προς τα αριστερά, πηγαίνει στον Κλειτορα ενώ προς τα δεξιά στη Νώνακρη και το Ύδωρ της Στυγός. Η Νώνακρις τον πολύ παλιό καιρό ήταν μια αρκαδική πολίχνη που είχε πάρει το όνομά της από την σύζυγο του Λυκάονα. Επί των ημερών μας υπάρχουν μόνο ερείπια, και από αυτά, τα περισσότερα, όχι πια εμφανή. Όχι μακριά από τα ερείπια υπάρχει ψηλός γκρεμός. Δεν ξέρω τίποτε άλλο με τόσο μεγάλο ύψος. Πάνω από τον γκρεμό στάζει νερό που οι Έλληνες το λένε Ύδωρ της ΣΤΥΓΟΣ“.
Και συνεχίζει:
“Ο Παυσανίας συνδέει τη λέπρα με την πόλη Λέπρεον που βρισκόταν στον ποταμό Αλφειό στην περιοχή της Τριφυλίας, η οποία υπήρξε αποικία λεπρών που ιδρύθηκε από μία θεά ονόματι Λεπρέα. Αργότερα, τέθηκε υπό την προστασία του «Διός της Λεύκας» ή «Διός Λευκέου» διότι άλλη ονομασία για τη λέπρα είναι λεύκη, που σημαίνει επίσης το ομώνυμο δέντρο. Στο Λέπρεο επίσης υπήρχε ναός της Δήμητρας χτισμένος με ωμές πλήθες, όταν πέρασε από εκεί ο Παυσανίας δεν υπήρχε κάποιο άγαλμα ή ιερό μέσα.
Τα λευκά τριφύλλια που αναφύονται όπου πατάει η Έρωτας-θεά Όλουεν (κέλτικη θεότητα) μπορούν να περιγραφούν ως «λευκά σαν λέπρα». Και μπορούμε να υποθέσουμε ότι η λεύκα που εξακολουθεί να φυτρώνει στην κοιλάδα της Στυγός, ήταν φυλαχτό ενάντια σε κάθε μορφής λέπρα: διότι albus και albulus στα λατινικά έχουν όλες τις σημασίες του ελληνικού αλφός, όπου χρησιμοποιείται και για το χρώμα του προσώπου των λεπρών. (λευκός, υπόλευκος ή αυτός που έχει λευκές κηλίδες)”.
Η λέπρα θεωρείτο για πολλά χρόνια ένα είδος τιμωρίας από τον θεό για την έκλυτη ζωή που πιθανώς είχε ο ασθενής. Μια νόσος ενοχική. Πίστευαν πως προκαλείται από τις αμαρτίες και χρόνια πριν ασχοληθεί η επιστήμη με την νόσο, ο ιερέας ήταν αυτός που έκανε την διάγνωση και όχι ο γιατρός. Ήταν παραδεκτό ότι η λέπρα μπορούσε να φτάσει σε ένα στάδιο κατά το οποίο δεν ήταν μεταδοτική. Όταν απλωνόταν σε ολόκληρο το σώμα, με αποτέλεσμα να γίνει αυτό όλο λευκό, και δεν φαινόταν πουθενά ζωντανή σάρκα, αυτό ήταν σημείο ότι η δράση της ασθένειας είχε τελειώσει και ότι είχαν απομείνει μόνο τα σημάδια του καταστροφικού της έργου. Eναι η αναισθητική λέπρα, η οποία αποκαλείται ενίοτε λευκή λέπρα. Προσβάλλει τα περιφερικά νεύρα. Το δέρμα μπορεί να πονάει με την αφή, μπορεί όμως και να γίνει αναίσθητο ένα λευκό εξάνθημα στο δέρμα μπορεί να έκανε τις τρίχες λευκές και μπορεί να εμφανιζόταν στο εξάνθημα το κρέας της σάρκας.
Η λέξη ἀλφὸς συνδέεται ετυμολογικά με την ρίζα *al– «λευκός, στιλπνός» και είναι συγγενής με τα λατ. albus, ουμβρ. alfu. Τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα Ελληνική η λέξη ἀλφὸς περιορίστηκε στη σημασία του «υπόλευκος», ενώ για τη σημασία του «λευκός» χρησιμοποιήθηκε η λέξη λευκός.
Παρεκτεταμένη –με πρόσφυμα –d— μορφή της αρχικής ρίζας *al– χρησιμοποιήθηκε στη Γερμανική και τη Σλαβική για να δηλώσει τον «κύκνο» (albiz, lebedĭ). Σε παρεκτεταμένη μορφή της ρίζας *al–σε *albh– (ελλην. αλφ-) ανάγονται πλην του ἀλφὸς και ονόματα ποταμών Αλφειός, λατ. Albula, Albis. Με τη λέξη ἀλφὸς συνδέεται πιθ. και η λέξη Alpes (Άλπεις, όρη) από τηλευκότητα του χιονιού που τις σκεπάζει. Το στοιχείο –bh– (πρβλ. ελλην. –φ-) εμφανίζεται επίσης σε επίθετα που δηλώνουν γενικά χρώμα (πρβλ. ομηρικό ἄργυφος «λευκός». Οι Άλπεις λόγω του χιονιού και ο Αλφειός λόγω του αφρού των υδάτων του.
Λίγο πιο κάτω αναφέρει πάλι ο συγγραφέας:
“Όταν ο Eύανδρος κατ έφτασε στην Ιταλία από την Αρκαδία, έφερε το όνομα του ποταμού Αλφειού μαζί του: Albula ήταν το παλιό όνομα του Τίβερη, μολονότι τα κίτρινα νερά του μπορούσαν να του έχουν δώσει το όνομα «Ξάνθος» ή «Flavus», εάν δεν προστάτευε η Λευκή Θεά την μετανάστευση.
Ο μύθος της καταδίωξης της Άρτεμης από τον Αλφειό ποταμό φαίνεται να πλάστηκε με πρότυπο την απελπισμένη καταδίωξη της Αρεθούσας από τον ίδιο, όταν εκείνη μεταμορφώθηκε σε πηγή και εκείνος σε ποταμό (Παυσανίας Ε 7, 2) και έχει ενδεχομένως επινοηθεί για να εξηγήσει τον γύψο με τον οποίο οι ιέρειες της Αρτέμης Αλιείας στους Λετρίνους και στην Ορτυγία έβαφαν τα πρόσωπά τους προς τιμήν της Λευκής θεάς. Το πλέον φημισμένο άγαλμα στην Αθήνα της Άρτεμης είχε το προσωνύμιο “Λευκοφρύνη”.
Οι πενήντα Δαναΐδες εμφανίζονται και στην ιστορία της πρώιμης Βρετανίας. Σύμφωνα με θρύλο που διέσωσε ο Νένιος, η Βρετανία έλκει το αρχαιότερο όνομά της Αλβιών, με το οποίο είναι γνωστή στον Πλίνιο, από την Αλβίνα, «Λευκή Θεά», τη μεγαλύτερη των Δαναΐδων Νυμφών.
Το όνομα Αλβίνα – παραλλαγμένο δόθηκε στον ποταμό Έλβα, στα λατινικά Albis, και παραπέμπει στις γερμανικές λέξεις Elven, «αερικά», Alp, «εφιάλτης» και Apdrücken, «στοιχείο ή δαίμονας» – συνδέεται με τα ελληνικά αλφός, «υπόλευκη λέπρα» (albus στα λατινικά), άλφιτον, «πλιγούρι από κριθάρι», και Αλφιτώ, η «Λευκή Θεά», η οποία κατά την Κλασσική Εποχή είχε εκφυλιστεί σε απλό μπαμπούλα για τα παιδιά, αλλά αρχικά φαίνεται ότι ήταν η Κριθαρο-θεά των Δαναών στο Άργος. Ο Σερ Τζέιμς Φρέιζερ εκτιμά ότι είναι είτε η Δήμητρα είτε το άλλο σκέλος του ζευγαριού, η Περσεφόνη. Ο όρος αργός καθαυτό σημαίνει «λαμπερός λευκός», κατά συνθήκη είναι το επίθετο που περιγράφει τα λευκά ιερατικά άμφια. Σημαίνει επίσης «γρήγορος σαν λάμψη» “.
Πως όμως συνδέονται τελικά η νήσος Αλβιώνα με την λατρεία της Αλφιτούς; Η ιστορία της Μεγάλης Βρετανίας αρχίζει από την 1η χιλιετία π.χ. Την εποχή αυτή κατοικήθηκε από τους Βρετανούς, που ανήκαν στις κελτικές φυλές. Η αρχαιότερη αναφορά σχετικά με την περιοχή προέρχεται από το λεγόμενο «Μασσαλιώτικο Περίπλου», που πιστεύεται πως γράφηκε τον 6ο αιώνα π.χ. και μερικά αποσπάσματά του διασώθηκαν στο μεταγενέστερο έργο του Αβιηνού «Ora Maritima». Εκεί η περιοχή αναφέρεται με τον όρο «Albionum» (Αλβιώνα), ενώ γίνεται αναφορά και για το γένος των «Hiernorum» (Ιερνών), προγόνων των Ιρλανδών.
Πριν από την εμφάνιση του Ora Maritima πάντως υπάρχουν αναφορές για τα νησιά Αλβίων και Ιέρνη από τον 4ο αιώνα π.χ. Και παλαιότερα, όμως, από τον 6ο αιώνα π.χ. η περιοχή είναι γνωστή ως Albionum, ενώ σε κείμενα του 4ου αιώνα π.χ. Οι Αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς ονομάζουν την Νήσο της Ιρλανδίας με το όνομα «ΙΕΡΝΗ». Τούτο το συναντούμε στα Αργοναυτικά στον Αριστοτέλη και στον Στράβωνα. Η λέξη Ιέρνη πιθανολογείται πως σημαίνει Ιερά Νήσος. Μία άλλη πασίγνωστη ονομασία της Σκωτίας είναι «Kalydonia» και, ενώ η λέξη αυτή δεν έχει κάποια συγκεκριμένη έννοια στην Αγγλική γλώσσα, εμείς οι Έλληνες γνωρίζουμε την αρχαία Καλυδώνα (στην περιοχή του Μεσολογγίου), η οποία προ Ομηρικά ήταν παραθαλάσσια πόλη και εκεί βασίλευσε ο Οινέας, πατέρας του Αργοναύτη Τυδέα και παππούς του σπουδαίου Ομηρικού ήρωα Διομήδη.
Ο Στράβων προσφέρει έρεισμα σε αυτή την πρόταση στα Γεωγραφικά του. αναφέρει ότι ο Αρτεμίδωρος γράφει πως:
«υπάρχει νησί κοντά στη Βρετανία όπου τελούνται οι ίδιες ιεροτελεστίες προς τιμής της Δήμητρας και της Περσεφόνης όπως στη Σαμοθράκη».
Στο ιρλανδικό βιβλίο Leadharcadhal αναφέρεται ότι:
«περί το 1240 π.χ. έφθασαν στο νησί της κόρης τους της Ίριδος, ο Θαύμας, Θεός του Πόντου και η Ηλέκτρα κόρη του Άτλαντα και της Πλειόνης».
Στο βιβλίο του Τζιράλτους ντε Μπάρι (History and Topography of Irland) αναφέρεται:
«Αργότερα ο Έλληνας πρίγκιπας Παρθόλος έφθασε στο Νησί συνοδευόμενος από 24 ζεύγη Ελλήνων, μεταξύ των οποίων και οι τρεις υιοί του με τις συζύγους τους αποβιβάστηκαν στον κόλπο Κένμαρ και εγκατασταθήκαν στην περιοχή του Δουβλίνου».
Μετά τον Τρωικό Πόλεμο, όπως γράφουν ο Φ. Ζιρώ και Ζ. Ροθ στο βιβλίο τους «Γενική Μυθολογία», έφθασαν στο Νησί οι Thuta de Danan (Έλληνες Δαναοί) άνθρωποι Θείας καταγωγής με ρομφαίες και δόρατα καθώς και την «πέτρα της μοίρας» που έφεραν από το Σπήλαιο του Διός, στο όρος Ίδη της Κρήτης, όπου ο Βασιλιάς Μίνωας ο Α’ αγρυπνούσε κάθε εννιά χρόνια, περιμένοντας την επιφοίτηση του προγόνου του, του Διός, για να νομοθετήσει και να κυβερνά σωστά το λαό του. Αργότερα οι Βασιλείς της Νήσου κάθονταν πάνω σ’ αυτήν την «πέτρα» περιμένοντας τη θεία έμπνευση. Οι Δαναοί στην αρχή συγκρούστηκαν με τους Γίγαντες, τους Φορμόρους, που ήσαν και αυτοί θεϊκής καταγωγής, μετά όμως συμβίωσαν.
Στη συλλογή «Αρχαίες Ιρλανδικές Ιστορίες» αναφέρεται ότι οι Δαναοί που ζούσαν στα βόρεια νησιά έγιναν οι σοφότεροι της ανθρωπότητος. Έκτισαν τέσσερις πόλεις: τη Φαλιά, τη Γοριά, τη Μυριά και την Φιδιά.
Στην περιοχή Αράν της Β. Ιρλανδίας διασώζονται κυκλώπεια τείχη που τα κατασκεύασαν οι άνθρωποι της θάλασσας, οι Έλληνες Γίγαντες. Τα ίδια περίπου αναφέρονται και στο βιβλίο των Επιδρομών, του Λεβάρ Γαβχάλα. Οι Ιρλανδοί καυχώνται ότι είναι απόγονοι των Κελτών που έφθασαν στη Νήσο τον τρίτο π.χ. αιώνα.
Ολοφάνερο λοιπόν είναι ότι, η Μυκηναϊκή/Αχαϊκή θαλάσσια εξάπλωση που επακολούθησε την καθυπόταξη της Τροίας και των συμμάχων της, έφθασε μέχρι την συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή που ορίζεται, αφ’ ενός από τις δυτικές ακτές Ουαλλίας-Σκωτίας και αφ’ ετέρου τις ανατολικές ακτές της Ιρλανδίας. Όντως, στο εξαιρετικό βιβλίο του Ηπειρώτη συγγραφέα-αρχαιολόγου Αποστ. Δ.Σπήλιου, με τίτλο «ΠΕΛΑΣΓΙΚΗ ΗΠΕΙΡΟΣ» (Εκδόσεις «ΝΕΑ ΘΕΣΙΣ», Αθήνα, 2002, σελ. 29-30), γίνεται εκτενής αναφορά στήν ναυσιπλοϊα τών Μυκηναίων/Αχαιών:
«Είναι φανερό το μέγεθος των ικανοτήτων των Πελασγικών απολήξεων της εποχής εκείνης» -δηλαδή των Μυκηναίων/Αχαιών- «για υπερπόντια ταξίδια στα πέρατα του κόσμου…».
Μετά την κατάκτησή τους από τους Ρωμαίους, τον 1ο αιώνα π.χ. άρχισε να χρησιμοποιείται η ονομασία Britannia και σιγά-σιγά να σβήνει η αρχαία της ονομασία.
Το λευκό χρώμα συνδέεται με το θείο και προσδίδει σεβασμό, είναι και ένα χρώμα όμως που προκαλεί δέος. Συναντάται επανειλημμένα στην ελληνική μυθιστορία. Λευκός είναι ο σκύλος Άργος του Οδυσσέα, η Ιώ παίρνει την μορφή της λευκής αγελάδας και η Λευκίππη της λευκής γουρούνας. Λέγεται πως και ο Δίας όταν μεταμορφώθηκε σε ταύρο και άρπαξε την Ευρώπη, ήταν χρώματος λευκού. Η λεύκα ήταν αφιερωμένη στην Περσεφόνη, ως θεά της παλιγγενεσίας αλλά και στο Ηρακλή. Χρυσά στεφάνια από φύλλα λεύκας ΄έχουν βρεθεί στην Μεσοποταμία, σε ταφές της τέταρτης χιλιετίας πχ.
Μας λέει ο Σταύρος Γκιργκένης στα σχόλια του στην έρευνα που έχει κάνει για τα ταφικά ορφικά ελάσματα:
“Οι ορφικές πινακίδες (ελάσματα) αναφέρονται σε ένα λευκό κυπαρίσσι (άλλες φορές λεύκα) δίπλα στην πηγή της μνημοσύνης. Σε διάφορες λατρείες οι νεκροί θάβονταν με λευκή ενδυμασία και επίσης οι μύστες φορούσαν λευκά ρούχα. Το κυπαρίσσι λάμπει στο σκοτάδι του Κάτω Κόσμου, προσελκύοντας σαν φάρος τις ψυχές των αμύητων νεκρών στο νερό της λησμονιάς.
Ίσως το λευκό εδώ να έχει την έννοια του «φασματικού», αφού το χρώμα συνδέεται με τα φαντάσματα. Στην Οδύσσεια οι ψυχές των μνηστήρων συναντούν την Λευκάδα πέτρην στο δρόμο τους προς τον Άδη. Οι ορφικο-πυθαγόρειοι φορούσαν λευκά ενδύματα, όταν παρακολουθούσαν κηδείες, ενώ απαγορευόταν να φτιάχνουν φέρετρα από κυπαρισσόξυλο, γιατί απ’ αυτό το ξύλο ήταν φτιαγμένο το σκήπτρο του Δία. ”
Οι απειλές του Απόλλωνα ότι ο Ορέστης θα πάθει λέπρα, αν δεν σκοτώσει την μητέρα του, ήταν μια μεγάλη απειλή και σίγουρα η ανυπακοή αποτελούσε μεγάλο τόλμημα.
Ο Χέρμαν Μέλβιλ στον Μόμπι Ντικ αφιερώνει ένα πειστικότατο κεφάλαιο στην εξέταση των αντιφατικών συναισθημάτων που ξυπνά ο όρος “Λευκό” -συναισθήματα γοητείας, θάμβους και αγνότητας. Ο Μόμπι Ντικ άλλωστε ήταν αλφική (λευκή) φάλαινα. Τα γαλακτόχρωμα άτια, οι λευκοί θυσιαστήριοι ταύροι, τα χιονάτα νυφικά πέπλα και τα πάλλευκα ιερατικά άμφια εν αντιθέσει προς τον ανείπωτο τρόμο που προξενούν οι αλφικοί, οι λεπροί, τα φαντάσματα με τις άσπρες κουκούλες και ούτω καθεξής.
Ο Λευκός λόφος ή Λόφος του Πύργου στο Λονδίνο διασώζει την μνήμη της Αλβίνας, τη μεγαλύτερη των Δαναΐδων Νυμφών, την Αλφιτώ δηλαδή. Το κεντρικό οχυρό του χτίστηκε το 1078 από τον επίσκοπο Γκάλνταφ και ως τις ήμερες μας ονομάζεται Λευκός Πύργος. Επί σχεδόν χίλια χρόνια, αυτό το μεγάλο φρούριο, παλάτι και φυλακή έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ταραχώδη ιστορία της Αγγλίας.Βία,παθήματα, εκτελέσεις, φόνοι και ανθρώπινες τραγωδίες, εκτυλίχθηκαν εντός των τειχών του ανά τους αιώνες. Το ταραχώδες παρελθόν του συνοψίζεται κατάλληλα στην τοποθεσία του ικριώματος, στο Λόφο του Πύργου. Εκεί μια μικρή πλάκα θυμίζει την τραγική ιστορία, και σε πολλές περιπτώσεις τα μαρτύρια, όσων διακινδύνευσαν και έχασαν τη ζωή τους για χάρη της πίστης τους, της χώρας τους ή των ιδανικών τους.
Ο Χέρμαν Μέλβιλ σημειώνει ότι το αίμα των Αμερικάνων επισκεπτών στο λόφο του Πύργου πολύ πιο εύκολα παγώνει όταν ακούν “αυτός είναι ο Λευκός ο Πύργος” πάρα όταν ακούν “αυτός είναι ο πύργος του αίματος. Εδώ θα σταθώ στην σύμπτωση να ονομάζεται Λευκός πύργος ή πύργος του αίματος ο γνωστός πύργος σύμβολο της πόλης της Θεσσαλονίκης. Φυλακή και τόπος βασανιστηρίων και αυτός όπως ο ομώνυμος πύργος του Λονδίνου. Ο Λευκός πύργος της Θεσσαλονίκης λοιπόν, αρχικά ονομαζόταν Πύργος του Λέοντος, όπως αναφέρει τουρκική επιγραφή του 1535-1536. Από τον 17ο αιώνα και μετά ονομαζόταν ανεπίσημα Kelemeriye Kal’asi (Φρούριο της Καλαμαριάς) και Πύργος των Γενιτσάρων. Το 1826, αποκτά το όνομα Kanli-Kule (Κανλί Κουλέ), δηλαδή Πύργος του Αίματος, λόγω των σφαγών από τους Γενιτσάρους. Κατά μία εκδοχή, το σύγχρονο όνομά του φαίνεται να το πήρε όταν ένας Εβραίος τον ασβέστωσε με αντάλλαγμα την ελευθερία του, το 1891. Μετά από αυτό υιοθετείται το Torre Blanca (Τόρε Μπλάνκα), ή Beyaz-Kule (Μπεϊάζ Κουλέ), δηλαδή Λευκός Πύργος. Στις έρευνες του Βασίλη Κ. Γούναρη πάνω σε βρετανικά αρχεία, αναφέρει πως η σημερινή ονομασία του κτίσματος δόθηκε μεταξύ των ετών 1883 και 1884 μετά από απαίτηση του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β΄ ή από πρωτοβουλία του βαλή της πόλης Γκαλίπ. Σύμφωνα με τον γενικό πρόξενο της Σερβίας στο Λονδίνο, James George Cotton Minchin που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη το 1884, «όλοι οι ασπριστάδες της Θεσσαλονίκης δεν θα ξεπλύνουν το αθώο αίμα που χύθηκε εκεί». Και εδώ θα μου επιτραπεί να κάνω έναν αιρετικό στοχασμό. Και οι δύο Πύργοι είχαν για δεκάδες χρόνια το ίδιο όνομα. Για όποιον ψάξει βαθιά στους πρώιμους μύθους της Γηραιάς Αλβιώνας θα βρεθεί μπροστά σε μύθους που συνδέουν άμεσα την ιστορία του Λευκού Πύργου με την Αλβίνα- Αλφιτώ και τα κοράκια του θεού Απόλλωνα. Η σύμπτωση να μετονομαστεί σε Λευκός Πύργος ο πύργος του αίματος στην Θεσσαλονίκη είναι κάτι παραπάνω από σύμπτωση όταν μάλιστα πληροφορίες προέρχονται από Βρετανικά αρχεία και ακόμα και ο τότε πρόξενος της Σερβίας είναι Αγγλικής καταγωγής. Το αφήνω σαν σκέψη και σαν έναυσμα ίσως για περαιτέρω έρευνα.
Φαίνεται πως η λευκή θεά Λεπρέα, ή Αλφιτώ ή Δήμητρα ή Περσεφόνη ή Άρτεμις ή Αλβίνα, είχε το προνόμιο να τιμωρεί με την λέπρα ή να την γιατρεύει. Η θεά με τα μύρια ονόματα που μετανάστευσε, συνέχισε να λατρεύεται και στον Βορρά και όχι μόνο. Πέρασε μέσα στις μνήμες έγινε θρύλος, παραμύθι, αρχέτυπο, στα χρόνια που ακολούθησαν. Η Αλφιτώ -Αλβίνα είναι η κριθαροθεά, η άλφητα, η τροφή που τόσο αναγκαία υπήρξε στην επιβίωση του ανθρώπινου γένους. Είναι το Ά(λφα), η Αρχή, η Mεγάλη μητέρα όλων δεν έπαψε ποτέ να ζει. Δεν χάθηκε. Ζει μέσα από τις συνδέσεις, υμνείται μέσα από τις αισθήσεις και ας έπαψαν οι τελετές και ας έσβησαν οι εστίες. Είναι η Λευκή θεά, η μνήμη δίπλα στην πηγή της Μνημοσύνης.
Μας λέει ο καθηγητής Κρίστοφερ Μπάκεν στο ποίημά του Σαμοθράκη:
“Στην πόλη σήμερα πιστεύω πως είδα για μια στιγμή, την ίδια την Μεγάλη Θεά…”
Το κουβάρι ξετυλίχθηκε. Ο λαβύρινθος είναι “εκεί έξω” και σίγουρα λίγο παρακάτω θα καλέσει κάποιον άλλον να “παραλάβει “τον μίτο και να συνεχίσει τις συνδέσεις και να φτάσει ακόμα πιο κοντά στην ιστορία του μύθου.
Εγώ θα συμφωνήσω με τον Ρ. Γκρέιβς που λέει πως :
“Είναι όντως η Αλβίνα ή Αλφιτώ, η Κριθαρο-θεά που έδωσε το όνομά της στη Βρετανία”.