Στην επιστολή του ο πρόεδρος του ΣτΕ κάνει λόγο για «αυτονόητο δικαίωμα άσκησης κριτικής» στις δικαστικές αποφάσεις και αναφέρεται στην προσπάθεια του ανώτατου δικαστηρίου προκειμένου να επιταχυνθεί η έκδοση αποφάσεων.
Επιστολή – απάντηση απέστειλε στον πρόεδρο του ΔΣΑ Δημήτρη Βερβεσό, ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Μιχάλης Πικραμένος σχετικά με την πρόταση αποχής των δικηγόρων από δίκες ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2024.
Στην επιστολή του ο πρόεδρος του ΣτΕ κάνει λόγο για «αυτονόητο δικαίωμα άσκησης κριτικής» στις δικαστικές αποφάσεις και αναφέρεται στην προσπάθεια του ανώτατου δικαστηρίου προκειμένου να επιταχυνθεί η έκδοση αποφάσεων.
«Η προσπάθεια περιλαμβάνει παρεμβάσεις μεταξύ άλλων α) στη δικονομία (με την εισαγωγή της νέας εμπροσθοβαρούς διαδικασίας), β) στην ψηφιοποίηση (με την υλοποίηση του νέου πληροφοριακού συστήματος και την εισαγωγή εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης), γ) στη στελέχωση του Δικαστηρίου με υποστηρικτικό προσωπικό (με την πρόσληψη επίκουρων των δικαστών και νέων δικαστικών υπαλλήλων), δ) στην κατανομή των υποθέσεων μεταξύ των δικαστικών λειτουργών (ισοβαρής επιβάρυνση με αυτοματοποιημένο τρόπο), ε) στη διαχείριση του φόρτου εργασίας (με την εισαγωγή στοχοθεσίας για κάθε δικαστικό λειτουργό και την παρακολούθηση υλοποίησης της)» σημειώνει.
Ο Μιχάλης Πικραμένος αναφέρει πως «οι δικηγόροι ως συλλειτουργοί της δικαιοσύνης, που έχουν ευθύνη απέναντι στους διαδίκους, στους πολίτες και το κοινωνικό σύνολο, πρέπει να είναι αρωγοί στη μεγάλη προσπάθεια για επίκαιρη επίλυση των διαφορών. Στο πλαίσιο αυτό είναι ευκταίο να μην προκρίνονται αντιδράσεις, όπως η αποχή, ιδίως από υποθέσεις μείζονος σπουδαιότητας».
Ολόκληρη η επιστολή:
Με αφορμή την από 11.11.2024 απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος να προτείνει στους Δικηγορικούς Συλλόγους της Χώρας την αποχή των μελών τους από δίκες ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας έως 31.12.2024, επιθυμώ να σημειώσω τα ακόλουθα:
Το δικαίωμα άσκησης κριτικής στις δικαστικές αποφάσεις είναι αυτονόητο, ιδίως όταν προέρχεται από θεσμικό όργανο των συλλειτουργών της δικαιοσύνης, όπως είναι η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων.
Αυτονόητο είναι επίσης το δικαίωμα του ως άνω οργάνου να αποφασίζει τον τρόπο δράσης για τη διεκδίκηση των αιτημάτων του.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει εκκινήσει μια μεγάλη προσπάθεια, διατηρώντας την ποιότητα των αποφάσεών του, να περιορίσει την εκκρεμότητα και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα καθυστέρησης.
Η προσπάθεια περιλαμβάνει παρεμβάσεις μεταξύ άλλων α) στη δικονομία (με την εισαγωγή της νέας εμπροσθοβαρούς διαδικασίας), β) στην ψηφιοποίηση (με την υλοποίηση του νέου πληροφοριακού συστήματος και την εισαγωγή εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης), γ) στη στελέχωση του Δικαστηρίου με υποστηρικτικό προσωπικό (με την πρόσληψη επίκουρων των δικαστών και νέων δικαστικών υπαλλήλων), δ) στην κατανομή των υποθέσεων μεταξύ των δικαστικών λειτουργών (ισοβαρής επιβάρυνση με αυτοματοποιημένο τρόπο), ε) στη διαχείριση του φόρτου εργασίας (με την εισαγωγή στοχοθεσίας για κάθε δικαστικό λειτουργό και την παρακολούθηση υλοποίησης της).
Προς τον σκοπό της άμεσης επίλυσης σοβαρών προβλημάτων της κοινωνίας, οι υποθέσεις μείζονος κοινωνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος που αφορούν μεγάλες κατηγορίες πολιτών εισάγονται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου. Προσφάτως η διαδικασία ενώπιον της Ολομέλειας έχει αποκτήσει πιο σύγχρονο περιεχόμενο για να ενισχυθεί ο διάλογος μεταξύ δικαστών και δικηγόρων προς όφελος της αιτιολογίας των αποφάσεων και εν τέλει των διαδίκων και της κοινωνίας.
Ενόψει των ανωτέρω, θεωρώ, κύριε Πρόεδρε, ότι οι δικηγόροι ως συλλειτουργοί της δικαιοσύνης, που έχουν ευθύνη απέναντι στους διαδίκους, στους πολίτες και το κοινωνικό σύνολο, πρέπει να είναι αρωγοί στη μεγάλη προσπάθεια για επίκαιρη επίλυση των διαφορών. Στο πλαίσιο αυτό είναι ευκταίο να μην προκρίνονται αντιδράσεις, όπως η αποχή, ιδίως από υποθέσεις μείζονος σπουδαιότητας. Αποχή η οποία όχι μόνο δεν νοείται σε ένα Κράτος Δικαίου να συνδέεται με την αιτιολόγηση μιας δικανικής κρίσης ( που βεβαίως υπόκειται ακόμα και σε δριμεία κριτική), αλλά, το κυριότερο, συντελεί στην αναποτελεσματικότητα απονομής της δικαιοσύνης, με εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες για τους διαδίκους και ευρύτερα για την κοινωνική ειρήνη και ευρυθμία.