Κατά τη διάρκεια μιας παράνομης ή παράτυπης πράξης ή επιχείρησης από μια συμμορία συνήθως υπάρχει και ένας τσιλιαδόρος, που φυλάει ή κρατάει τσίλιες. Δηλαδή είναι αυτός που παραφυλάει / εποπτεύει μην τυχόν και εμφανιστεί κάποιος που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την επιχείρηση και τους συνεργούς του.
Από το βλέφαρο στην παρανομία
Η τσίλια προέρχεται από την ιταλική λέξη ciglio (τσίλιο), που σημαίνει βλεφαρίδα. Στην ελληνική αργκό η τσίλια έγινε τσίλιες και απέκτησε την έννοια ότι αυτός που παραφυλάει (ο τσιλιαδόρος) πρέπει να έχει ανοιχτά βλέφαρα, ώστε να μην του ξεφύγει κάτι που μπορεί να χαλάσει την παράνομη δουλειά.
Είμαι στην τσίλια
Υπάρχει επίσης και η έκφραση «Είμαι στην τσίλια», που σημαίνει «Είμαι σε επιφυλακή», «Είμαι σε ετοιμότητα».