Αντίκρυ στις εύφορες πεδιάδες του Ρήνου, επάνω σ’ έναν βραχώδη λόφο, δίπλα στο Μαύρο Δάσος, στέκουν αγέρωχα τα ερείπια του πύργου των Yburg
Ο πύργος αυτός είναι από τους αρχαιότερους στη Γερμανία και σ’ όλο τον Μεσαίωνα ήταν ιδιοκτησία της ευγενούς και ισχυρής οικογένειας των Yburg, μέχρι τον 14ο αιώνα, οπότε η οικογένεια εξέλιπε και ο πύργος περιήλθε στην κατοχή του Μέγα Δούκα του Baden.
Οι κάτοικοι των γύρω περιοχών διηγούνταν ένα φρικιαστικό περιστατικό, που συνέβη μέσα στον πανάρχαιο αυτόν πύργο…
Ο τελευταίος άρχοντας των Yburg ήταν ένα φεουδάρχης σκληρός, κακότροπος και ασυνείδητος. Όταν ήταν νέος ακόμη, έτυχε να χάσει την όμορφη γυναίκα του, που την υπεραγαπούσε, αλλά και το παιδί του, σε ηλικία μόλις δύο ετών.
Οι δυο αυτοί θάνατοι ήταν τρομερό χτύπημα για τον τελευταίο άρχοντα των Yburg. Η καρδιά του πέτρωσε κι επειδή δε βαστούσε άλλο τη θλίψη και τη μοναξιά, το έριξε στα γλέντια και στο ποτό, ώσπου σπατάλησε όλο του το βιος.
Τότε, μάζεψε γύρω του αρκετούς μισθοφόρους, μαχαιροβγάλτες και τυχοδιώκτες και σχημάτισε μια φοβερή ληστρική συμμορία, που εξαπέλυε αιματηρές επιδρομές στα περίχωρα, καταληστεύοντας τους περαστικούς και τους ταξιδιώτες.
Μια μέρα, ο Yburg με τη συμμορία του επιτέθηκαν εναντίον μιας μεγάλης συνοδείας Εβραίων εμπόρων, οι οποίοι αντιστάθηκαν και πολέμησαν γενναία. Στη συμπλοκή αυτή, ο Yburg λαβώθηκε στο μάτι κι έμεινε μονόφθαλμος. Αυτό το γεγονός έμελλε να γίνει η χειρότερη δυστυχία της ζωής του, καθώς οι συμμορίτες του τον εγκατέλειψαν, επειδή θεώρησαν τον αρχηγό τους ως ανίκανο σακάτη.
Μόνος πια, κατάμονος, εγκαταλειμμένος από όλους, απένταρος και απελπισμένος, ο Άρχοντας Yburg αποτραβήχτηκε στον τεράστιο πύργο του, με μόνη συντροφιά τις πανοπλίες και τους τάφους των προγόνων του. Κάθε τόσο, καραδοκούσε κρυμμένος στον δημόσιο δρόμο να περάσει κάποιος διαβάτης, για να τον ληστέψει.
Ένα βροχερό και παγερό χειμωνιάτικο βράδυ, ενώ γύριζε στον πύργο του μελαγχολικός, γιατί δεν είχε βρει κανέναν περαστικό για να τον κλέψει, είδε έξαφνα ένα ελαφάκι και αποφάσισε να το κυνηγήσει. Καθώς, όμως, έτρεχε, στην άκρη ενός γκρεμού, παρουσιάστηκε εμπρός του ένας γέρος, εξαιρετικά ψηλός και χλωμός, με μακριά γενειάδα. Ο γέρος, που κρατούσε το ελάφι στην αγκαλιά του, πλησίασε τον ξεπεσμένο ευγενή και του είπε:
«Άρχοντα Yburg, φαίνεσαι πολύ στενοχωρημένος. Ξέρω πως σε βασανίζουν οικονομικές δυσκολίες και ότι η χώρα αυτή τριγύρω σου δεν έχει πια καμιά χάρη για σένα. Τι να σου κάνει ένα ελαφάκι για το γεύμα σου; Τι λες; Θα ήθελες να ξαναγίνεις πλούσιος και ισχυρός;»
Ο ιππότης κοίταξε με προσοχή τον άγνωστο συνομιλητή του, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί αν του μιλούσε στα σοβαρά ή τον ειρωνευόταν. Αφού τον ζύγιασε με τα μάτια, στο τέλος τού αποκρίθηκε:
«Αν μπορούσες να με ξανακάνεις δυνατό και εύπορο, θα δεχόμουν σε αντάλλαγμα κάθε θυσία».
Κι ο γέρος τού είπε: «Δεν έχεις να υποβληθείς σε μεγάλο κόπο. Στα υπόγεια του πύργου είναι θαμμένοι θησαυροί, που μπορούν να σε κάνουν τον πλουσιότερο άνθρωπο του κόσμου. Ο προπάππους σου, μια φορά που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον πύργο στα χέρια των εχθρών του, έθαψε όλους τους θησαυρούς, που είχε σε χρυσό και σε πολύτιμα κοσμήματα, στα υπόγεια του κάστρου σου και κανείς δεν ξέρει πού είναι κρυμμένοι. Μόνο εγώ γνωρίζω, γιατί μόνο εγώ τον είχα βοηθήσει».
Η τελευταία αυτή φράση έκανε τον ιππότη να χαμογελάσει σαρκαστικά και δύσπιστα: «Εσύ; Πώς είναι δυνατόν; Ο προπάππους μου έζησε εδώ, πριν από περίπου διακόσια χρόνια!»
«Ακριβώς τότε είχα ζήσει κι εγώ», απάντησε κοφτά ο πανύψηλος γέρος.
Στα λόγια εκείνα τα ακατανόητα, τρόμος κυρίεψε τον Άρχοντα Yburg, καθώς συνειδητοποίησε πως ο άγνωστος άντρας, που έστεκε μπροστά του, ήταν βρυκόλακας! Ο γέρος παρατήρησε το σκιαγμένο ύφος του και με τόνο φιλικό, τού είπε:
«Μη φοβάσαι τίποτα, Άρχοντα Yburg. Αν μου υποσχεθείς ότι δε θα τρομάξεις, θα σου αποκαλύψω με ποιον τρόπο θα βρεις τον θησαυρό».
«Στο υπόσχομαι, γιατί η δυστυχία που περνώ είναι τόσο αβάσταχτη, ώστε θα έδινα και την ψυχή μου στον διάβολο, για να μπορέσω να βγω από τη σημερινή μου φτώχεια και αθλιότητα», ψέλλισε ο ιππότης.
Ο γέρος τού είπε πως έπρεπε να κατεβεί ένα βράδυ, με ολόγιομο φεγγάρι, στα υπόγεια του πύργου, να ξεθάψει τα κόκαλα των προγόνων του, να τα τοποθετήσει σε κύκλο και να τα κάψει. Τότε μόνο ο θησαυρός θα γινόταν δικός του. Έπειτα, εξαφανίστηκε.
Το επόμενο βράδυ, που είχε μιαν αστραφτερή πανσέληνο, ο ιππότης και ο βρυκόλακας κατέβηκαν μαζί στα υπόγεια του πανάρχαιου κάστρου. Ο ιππότης άρχισε να ξεθάβει τα κόκαλα των προγόνων του και να τα μεταφέρει στην είσοδο του πύργου. Αφού μαγάρισε όλους τους τάφους, κοντοστάθηκε αναποφάσιστος μπροστά στο μνήμα του λατρεμένου του παιδιού.
Οι ειρωνείες και οι παροτρύνσεις του γέρου κατανίκησαν τους ενδοιασμούς του αποκτηνωμένου πατέρα. Άνοιξε, λοιπόν, τον τάφο του παιδιού του, μα, όταν έπιασε στα χέρια το μικρό κορμάκι του, που δεν είχε λιώσει ακόμα καλά καλά, το νεκρό αγγελούδι του άρχισε να σαλεύει και να στενάζει. Τα μάτια του άνοιξαν και από το στόμα του ξεχύθηκε μια βροντερή φωνή:
«Φύγε μακριά! Χάσου από εδώ, καταραμένο δαιμόνιο!», φώναξε στον άγνωστο γέρο. «Πήγαινε πίσω στο υποχθόνιο άνδρο σου, γιατί η δύναμή σου είναι ανώφελη μπροστά στον ιερό δεσμό, που με συνδέει με τον πατέρα μου! Φύγε! Σε εξορκίζω στο όνομα του Επουράνιου Θεού!
Στα λόγια εκείνα, τα μάτια του γέρου πέταξαν αστραπές και έφυγε με έναν πάταγο, τόσο ισχυρό, που όλο το βουνό σείστηκε από τα θεμέλια κι ο πύργος σωριάστηκε σε ερείπια.
Έτσι, ο Άρχοντας Yburg απέθεσε πάλι με ευλάβεια το σώμα του παιδιού του μες στον τάφο του. Επίσης, κουβάλησε πίσω τα οστά των προγόνων του. Από εκείνη τη φρικαλέα μέρα, παράτησε τον οπλισμό του, φόρεσε τα ταπεινά ρούχα του προσκυνητή και κλείστηκε σ’ ένα γειτονικό μοναστήρι, όπου και πέρασε όλο το υπόλοιπο της δύστυχης ζωής του, εκλιπαρώντας τον Θεό να συγχωρήσει τα αμέτρητα κρίματά του.
Μα τα κρίματά του ήταν πολλά κι ο Θεός δεν τα συγχώρησε, κατά πως φαίνεται, γιατί, έπειτα από τόσους αιώνες, ακόμα και σήμερα, τις αφέγγαρες νύχτες του χειμώνα, οι χωρικοί βλέπουν να εμφανίζεται το ανήσυχο φάντασμα του Άρχοντα Yburg και να ουρλιάζει γοερά και σπαραχτικά, ζητώντας έλεος από τον Θεό κι από τους ανθρώπους.
Τα ουρλιαχτά του, μάλιστα, είναι τόσο δυνατά, που ακούγονται περισσότερο από το βούισμα της καταιγίδας και κάνουν το βουνό να τρέμει, να δονείται. Το φάντασμα περιφέρεται άσκοπα όλη τη νύχτα, μέχρι να σημάνει τον όρθρο η καμπάνα του γειτονικού μοναστηριού του Freiburg, εκεί δηλαδή που είχε κλειστεί ο ιππότης μετά τη βεβήλωση των τάφων των προγόνων του.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 27/12/1928