«Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε….. εφ’ όσον ουκ εποιήσατο…… ουδέ εμοί εποιήσατε» (Ιησούς Χριστός, Ευαγγέλιον Κατά Ματθαίον «Η ημέρα της μελλούσης κρίσεως» ΚΕ, 40).
Τα λόγια αυτά του Χριστού αναδεικνύουν όχι τόσο την αναγκαιότητα και ωφελιμότητα της βοήθειας στον «πλησίον» συνάνθρωπό μας ως στοιχείο – τεκμήριο αγάπης προς τον ίδιο, αλλά την αποδέσμευση της βοήθειας – αλληλεγγύης από τα γνωρίσματα του ομοεθνούς, του ομόθρησκού ή του ομόγλωσσου. Εκείνο που προέχει είναι η ανιδιοτελής προσφορά στον αναξιοπαθούντα συνάνθρωπό μας. Η αποπροσωποποίηση και η απουσία υστεροβουλίας νοηματοδοτούν με έναν ξεχωριστό τρόπο την αλληλεγγύη. («πεινώντα», «διψώντα», «ξένον», «γυμνόν», «ασθενή», «εν φυλακή», Κατά Ματθαίον, ΚΕ, 44).
α. Η φαιά πραγματικότητα
Η οικονομική κρίση των ημερών μας και τα παρεπόμενα κοινωνικά ρήγματα συνθέτουν τη φαιά πραγματικότητα μέσα στην οποία πολλοί άνθρωποι, συνάνθρωποί μας, πασχίζουν να επιβιώσουν και να σταθούν όρθιοι σε συνθήκες που τρέφουν τη στέρηση, τη φτώχεια και την απόρριψη. Ανθρώπινες τραγωδίες και κοινωνικά δράματα προκαλούν συναισθηματικούς κραδασμούς, πληγώνουν την ανθρωπιά μας, ενοχοποιούν το Κοινωνικό μας Εγώ και αφυπνίζουν τη συνείδησή μας.
Ο πεινασμένος, ο διψασμένος, ο ξένος, ο γυμνός, ο ασθενής και ο φυλακισμένος της ευαγγελικής περικοπής κεντρίζουν τις ευθύνες μας και αποκαλύπτουν τις ενοχές μας. Ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί ως κοινωνικό σώμα αναζητούμε τρόπους υπέρβασης του Εγώ μας και προσέγγισης αυτών των δεινοπαθούντων συνανθρώπων μας με στόχο να φανούμε χρήσιμοι. Είναι η στιγμή που η ανθρώπινη ευαισθησία μετασχηματίζεται σε αλληλεγγύη και κοινωνική προσφορά.
Ωστόσο, η κοινωνική αλληλεγγύη ως αντίδραση στο ναρκισσιστικό μας εγώ δεν πρέπει να εκδηλώνεται μόνο σε ακραίες καταστάσεις (φυσικές καταστροφές, οικονομική κρίση….) αλλά να αποτελεί καθημερινή πρακτική. Επίσης, δεν πρέπει να βασίζεται απλά και μόνο σε ένα συναισθηματικό γεγονός, ούτε να τροφοδοτείται από συμπεριφορές οίκτου και ελεημοσύνης, αλλά να αποτελεί λογική επιλογή ενός υπαρξιακά συνειδητοποιημένου όντος.
Βέβαια, το περιεχόμενο της κοινωνικής αλληλεγγύης δεν προσδιορίζεται μόνο από τη ζοφερή αντικειμενική πραγματικότητα των ημερών μας αλλά και από το φορέα αυτής. Η έκφραση, δηλαδή, της κοινωνικής αλληλεγγύης μπορεί να λάβει τόσο ατομικό όσο και συλλογικό χαρακτήρα. Η μορφή αυτή των δράσεων καθορίζει τόσο την αποτελεσματικότητα όσο και την ταχύτητά τους. Οι μορφές, λοιπόν, που μπορεί να λάβει η κοινωνική αλληλεγγύη είναι πολλές και προσδιορίζονται από τις ανάγκες – προβλήματα των συνανθρώπων μας αλλά κι από τη βούληση και το ηθικό υπόβαθρο των φορέων.
β. Οι μορφές της κοινωνικής αλληλεγγύης
Η κοινωνική αλληλεγγύη – όταν δεν λαμβάνει τη μορφή ελεημοσύνης – μπορεί να εκφραστεί σε τρία επίπεδα.
Υλικό – οικονομικό: Η οικονομική στήριξη και η υλική προσφορά μπορούν να ανακουφίσουν τις ευαίσθητες οικονομικά ομάδες ανθρώπων που αγωνιούν και αγωνίζονται για την υλική επιβίωσή τους. Η κάλυψη, δηλαδή, των βασικών υλικών αναγκών συνιστά μια προτεραιότητα για τη ζωή του φτωχού, του άστεγου, του μετανάστη ή πρόσφυγα. Το περίσσευμα του δικού μας «αρρωστημένου» καταναλωτισμού μπορεί να αποτελέσει για τους οικονομικά ανήμπορους ανάσα ζωής και ελπίδα για το αύριο. Το δικό μας υλικό πλεόνασμα μέσα από την αλληλεγγύη μπορεί να γίνει ο «πλούτος» των οικονομικά δυσπραγούντων.
Κοινωνικό: Ο φτωχός, ο άστεγος και ο μετανάστης δεν υφίστανται μόνον τις συνέπειες της οικονομικής δυσπραγίας αλλά κι από τη βαρβαρότητα της μοναξιάς και του κοινωνικού αποκλεισμού. Την ψυχοφθόρα δράση των παραπάνω μπορεί να αμβλύνει η δική μας θέληση για επικοινωνία και αποδοχή. Κι αυτό γιατί οι φτωχοί, οι άστεγοι και οι αποκλεισμένοι δεν αποτελούν το κατώτερο τμήμα της κοινωνίας μας αλλά το άλλο πρόσωπό της. Αποτελούν κομμάτι ζωντανό της κοινωνίας μας που φωτίζει το γκρίζο πρόσωπό της. Στους ανθρώπους αυτούς χρωστάμε ένα χαμόγελο, μια γλυκιά λέξη, έναν έπαινο, μια επιβεβαίωση. Γιατί κι εμείς υπάρχουμε και «ξεχωρίζουμε» μέσα από την παρουσία και των άλλων και όχι υποχρεωτικά εξαιτίας του «χαρισματικού» εγώ μας.
Ψυχο-συναισθηματικό: Ο οικονομικά άπορος και κοινωνικά μοναχός εύκολα βιώνει σε δραματικό βαθμό τα αρνητικά συναισθήματα της μειονεξίας και της μοιρολατρίας. Οι άνθρωποι αυτοί αισθάνονται αδικημένοι, αποτυχημένοι και εξορισμένοι από τους άλλους τους πετυχημένους, τους τυχερούς και τους ευνοημένους της ζωής. Σε αυτά τα συναισθήματα η ψυχο-συναισθηματική μας αλληλεγγύη μπορεί να διέπεται από τη θερμότητα μιας συζήτησης προσωπικής, από την προβολή του ανθρώπινου προσώπου – κι όχι προσωπείου – του εαυτού μας κι από μια άδολη κατάθεση ψυχής. Έτσι ο οικονομικά, κοινωνικά και ψυχολογικά αποδιοργανωμένος συνάνθρωπός μας μπορεί να νιώσει πως δεν είναι μόνος και πως μπορεί να ελπίζει σε μια ανθρώπινη συμ-παρουσία. Εξάλλου όλοι υποκείμεθα στον αδυσώπητο νόμο της αβεβαιότητας και της εντροπίας.
γ. Αλληλεγγύη και Κοινοτισμός
Βέβαια πέρα από την κοινωνική αλληλεγγύη στα τρία παραπάνω επίπεδα (οικονομικό, κοινωνικό, ψυχο-συναισθηματικό) υπάρχει και η ηθική παράμετρος που μας διαφοροποιεί από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο και καταδεικνύει την ποιότητα του πολιτισμού μας. Η έκφραση της κοινωνικής αλληλεγγύης αποκαλύπτει το ηθικό υπόβαθρο τόσο του ατόμου όσο και των σύγχρονων κοινωνιών.
Αντίθετα, μια κοινωνία που αδιαφορεί και προσπερνά τη φτώχεια και τη δυστυχία των άλλων είναι μια κοινωνία ανάπηρη, μια μη-κοινωνία. Γιατί η κοινωνία προϋποθέτει και συνεπάγεται την κοινότητα και το κοινό. Ο κοινοτισμός ως ιδέα, κίνημα και πολιτική επιλογή εξανθρωπίζει το άτομο και το μετατρέπει σε «πρόσωπο». Κι αυτό γιατί ο κοινοτισμός δίνει έμφαση στις διανθρώπινες σχέσεις και στον ψυχικό σύνδεσμο των ανθρώπων που ζουν στην κοινότητα.
Σε αυτό το σημείο, λοιπόν, συγκλίνουν και αλληλονοηματοδοτούνται η κοινωνική αλληλεγγύη και ο κοινοτισμός. Οι ηθικές προτεραιότητες και η αναγωγή του συν-ανήκειν και συν-κοινωνείν σε απόλυτες ατομικές και κοινωνικές αξίες συνιστούν τα βάθρα μιας υγιούς κοινωνίας.
Η κοινωνική αλληλεγγύη, λοιπόν, απορρέει από τη φυσική ανάγκη να συνυπάρχουμε με άλλα ανθρώπινα όντα. Συνιστά μια από τις πολλές εκφράσεις της κατηγορικής προσταγής του Καντ που συμπληρώνει το χριστιανισμό πρόταγμα «Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς. Ούτος γαρ έστιν ο νόμος και οι προφήται» (Ματθαίος, Ζ, 12).
Και επειδή πολλοί θα αντιτείνουν πως η βοήθεια στον «πλησίον» συνιστά μια υπέρβαση του ναρκισσισμού μας και γι’ αυτό η αλληλεγγύη είναι δύσκολο έργο, τότε το λιγότερο που έχουμε να κάνουμε ως άτομο και κοινωνία είναι αυτό που διακήρυξε ο Δαλάι Λάμα.
«Αν μπορείς να βοηθάς τους άλλους. Αν δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, τουλάχιστον μην τους προκαλείς κακό».
Γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος