Στην προσπάθειά μας να στηλιτεύσουμε τις αντιεξελικτικές δοξασίες του προέδρου της ΕΕΦ ζητήσαμε τη συμβολή δύο γνωστών και καταξιωμένων Ελλήνων βιολόγων, του Λευτέρη Ζούρου και του Μάνου Παπαδάκη, που με τα επιχειρήματά τους υπερασπίζονται τον επιστημονικό ορθολογισμό ενάντια στον ταχύτατα εξαπλούμενο ψευδοεπιστημονικό σκοταδισμό.
Ο Δημιουργισμός είναι η δογματική, δηλαδή η αναπόδεικτη επιστημονικά θρησκευτική πεποίθηση ότι ο Θεός είναι ο Δημιουργός όλων των υλικών και άυλων-πνευματικών φαινομένων του Σύμπαντος, που με τη θαυματουργό παρέμβασή Του μπορεί να καθορίζει ή να αλλάζει κατά βούληση τη δυναμική των φυσικών και των ανθρώπινων πραγμάτων. Η νέα, πιο επιστημονικοφανής γενιά δημιουργιστών διατείνεται, μάλιστα, ότι η βιολογική θεωρία της εξέλιξης όχι μόνο δεν αποτελεί επαρκή επιστημονική εξήγηση, αλλά ότι είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη. Συνεπώς, υποστηρίζουν, η επίκληση ενός πάνσοφου Δημιουργού και σχεδιαστή είναι όχι μόνο θεμιτή αλλά και επιστημονικά αναγκαία!
Αν αυτή η περιγραφή των απόψεων του Δημιουργισμού είναι ακριβής, τότε πώς είναι δυνατόν όχι μόνο να υιοθετείται αλλά και να προβάλλεται δημόσια από τον πρόεδρο της Ενωσης Ελλήνων Φυσικών (ΕΕΦ) Ευστράτιο Θεοδοσίου που, επιπλέον, υπήρξε αναπληρωτής καθηγητής Αστροφυσικής;
Με τη συμβολή του εξελικτικού βιολόγου καθηγητή Λευτέρη Ζούρου θα επιχειρήσουμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι του νέου ψευδοεπιστημονικού σκοταδισμού.
● Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα, ενάμιση αιώνα μετά τη δημοσίευση των ιδεών του Δαρβίνου, οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι η βιολογική εξέλιξη είναι απλώς μια «υπόθεση» και όχι ένα καλά επιβεβαιωμένο και άρα αδιαμφισβήτητο φυσικό φαινόμενο. Μια άποψη που, στον τόπο μας, διατυπώνεται συχνά και από επιφανή στελέχη του Δ.Σ. της Ενωσης Ελλήνων Φυσικών. Ποια είναι η στάση σας απέναντι σε τέτοιες αντιεπιστημονικές δοξασίες, όταν μάλιστα εκφράζονται από μια ιστορική επιστημονική ένωση, όπως η ΕΕΦ;
Επιτρέψτε μου να αρχίσω από το τέλος της ερώτησης. Πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί με τις «συλλογικότητες», ιδιαίτερα όταν αυτές δεν έχουν αποκλειστικό ρόλο την παραγωγή επιστημονικής γνώσης. Σε θέματα επιστημονικής ερμηνείας η προσωπική άποψη είναι προτιμότερη της συλλογικής επειδή υπέχει την υποχρέωση της άμεσης απάντησης στη διαφωνία. Η υποχρέωση αυτή είναι πιο χαλαρή όταν οι απόψεις διατυπώνονται με τη στάμπα της συλλογικότητας.
Αυτός είναι ο κύριος λόγος που τέτοιες διακηρύξεις είναι εκτιθέμενες στην υποψία ότι κατά βάση πρόκειται για προσωπικές απόψεις. Δεν ισχύει το ίδιο με ιδρύματα που είναι εντεταγμένα στην υπηρεσία της επιστήμης, όπως τα πανεπιστήμια ή οι ακαδημίες, όπου η έκφραση απόψεων εξ ονόματος του ιδρύματος υπόκειται σε αυστηρή διαδικασία. Θέλω να κάνω αυτή την επισήμανση γιατί δεν είμαι πεπεισμένος ότι οι απόψεις που με καλείτε να σχολιάσω αντανακλούν την ΕΕΦ ως σύνολο.
Οσον αφορά την ουσία της ερώτησης θέλω να τονίσω το «δυστυχώς» που καθόλου τυχαία επιλέξατε ως πρώτη λέξη. Δεν είναι τόσο μεγάλο δυστύχημα το ότι ένα μέρος της κοινωνίας συγχέει το γεγονός της εξέλιξης με τη θεωρία που επιχειρεί να το ερμηνεύει. Η σύγχυση μεταξύ του γεγονότος και της ερμηνείας του είναι κοινός τόπος. Η Γη πάντοτε περιστρεφόταν γύρω από τον Ηλιο, όμως η ερμηνεία της περιστροφής έχει μια ηλικία μόλις 500 ετών. Η σύγχυση, αν δεν στηρίζεται στον δογματισμό, είναι σε έναν βαθμό αναμενόμενη και θεμιτή. Οταν όμως μπαίνει στη μέση το απόλυτο και το θέσφατο τότε έχουμε το «δυστυχώς» υψωμένο στο τετράγωνο.
Είμαι της άποψης ότι ένα μέρος του πληθυσμού δεν θα αισθανθεί ποτέ άνετα με τη θεωρία της εξέλιξης γιατί από μικρή ηλικία μπήκε στο λούκι των υπερφυσικών ερμηνειών. Πρόκειται για το ίδιο μέρος της κοινωνίας που αμφισβητεί γενικά την επιστήμη. Τέλος, υπάρχουν αυτοί που τροφοδοτούν αυτό το αίσθημα της αμφισβήτησης, γιατί αδυνατούν να κρατήσουν έξω από τη θεώρηση του φυσικού κόσμου τις υπερβατικές ερμηνείες. Ετσι αναλαμβάνουν τον ρόλο της εξ αυθεντίας αμφισβήτησης όχι μόνο των ευρημάτων της επιστήμης αλλά και της επιστημονικής μεθοδολογίας που από τα χρόνια της Αναγέννησης αποτελεί το πολυτιμότερο επίτευγμα της ανθρωπότητας.
Οι ίδιοι βέβαια το αρνούνται αυτό και ισχυρίζονται ότι επιχειρηματολογούν επιστημονικά. Μόνο που αυτό το «επιστημονικά» φροντίζουν να το κρατήσουν έξω από τα ερευνητικά εργαστήρια και τα επιστημονικά συνέδρια, μακριά από το «Ιδού η Ρόδος…» της επιστήμης. Και αυτό συνιστά ένα «δυστυχώς» υψωμένο στον κύβο.
● Εκτός όμως από τα συνήθη θρησκευτικά και συναισθηματικά εμπόδια υπάρχουν και κάποια βαθύτερα νοητικά-επιστημολογικά εμπόδια για την απόρριψη της εξελικτικής προέλευσης κάθε μορφής ζωής, άρα και του ανθρώπου. Ποια θεωρείται ότι είναι αυτά τα εμπόδια και γιατί είναι συνήθως φυσικοί οι επιστήμονες που απορρίπτουν την ευρέως αποδεκτή από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα εξελικτική θεωρία;
Για την ευρύτερη κοινωνική αποδοχή της εξελικτικής προέλευσης όλων των μορφών της ζωής, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου, τα εμπόδια είναι πολλά, θα μπορούσα ωστόσο να τα κατατάξω σε δύο βασικές κατηγορίες: τα ψυχολογικά και τα γνωσιακά. Τα πρώτα είναι γνωστά. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπερβεί το ερώτημα από πού ήρθα και πού πάω. Πρόκειται για το αίσθημα της αδυναμίας, της προσωρινότητας, του δέους. Οι ενδοιασμοί κατά της επιστήμης γενικά και της θεωρίας της εξέλιξης ειδικότερα οφείλονται στην αδυναμία μας να συμβιβαστούμε με την ασημαντότητά μας μέσα στην απεραντοσύνη του χωροχρόνου και συνέπεια αυτής της αδυναμίας είναι η προσφυγή στο υπερβατικό.
Ας είμαστε ειλικρινείς: στην επιθυμία μας να ερμηνεύσουμε τον κόσμο δεν μπορούμε να στηριζόμαστε ταυτόχρονα στη γνώση «εξ ανακαλύψεως» και στη γνώση «εξ αποκαλύψεως». Δεν μπορείς να παντρέψεις τη θεϊκή με την ανθρώπινη γνώση και να αποζητάς συζυγική ισότητα και αρμονία μεταξύ τους.
Σε αντίθεση με το ψυχολογικό εμπόδιο, το δεύτερο εμπόδιο στην αποδοχή της εξελικτικής θεωρίας έχει να κάνει με την εντύπωση ότι πίσω από κάθε δημιούργημα κρύβεται ένας δημιουργός. Ο Πάλεϊ (στα τέλη του 18ου αιώνα) το έθεσε ως εξής: Οταν στον δρόμο δω μια πέτρα θα την προσπεράσω, όταν όμως δω ένα ρολόι θα διερωτηθώ ποιος το έφτιαξε. Ο Δαρβίνος θεώρησε -και οι βιολόγοι σήμερα συμφωνούν!- ότι έλυσε την απορία του Πάλεϊ.
Η βιολογία στηρίζεται στον φυσικό νόμο ότι καμιά χημική αντίδραση δεν δίνει πάντοτε και κάτω από όλες τις δυνατές συνθήκες το ίδιο αποτέλεσμα. Μάλιστα, όσο πιο σύνθετη είναι η χημική αντίδραση τόσο πιο πιθανό είναι ότι θα πάρουμε κάποιο διαφορετικό αποτέλεσμα από το προβλεπόμενο. Από τη στιγμή που αναδύθηκε ένα μόριο με την ιδιότητα της αυτο-αντιγραφής -όπως π.χ. το RNA ως πρόδρομος του DNA- προέκυψε και η βεβαιότητα ότι αυτό το μόριο θα παρήγε τόσο ακριβή όσο και μη ακριβή αντίγραφά του (αυτά που ονομάζουμε μεταλλαγές) και άρα αναπόφευκτα θα προέκυπτε μια ποικιλότητα τέτοιων μορίων.
Ο ίδιος νόμος μάς λέει ότι δύο διαφορετικά μόρια ικανά να αναπαράγονται μέσω χημικών αντιδράσεων είναι φυσικώς αδύνατο να αντιδρούν με ακριβώς τον ίδιο τρόπο πάντα και κάτω από όλες τις φυσικές συνθήκες: το ένα θα αποσυντεθεί πιο γρήγορα ή ο χρόνος της αντιγραφής του θα είναι μεγαλύτερος. Το αποτέλεσμα θα είναι ότι, με τον χρόνο, μια μορφή μορίου θα επιζήσει και η άλλη θα εξαφανιστεί (αυτό το ονομάζουμε επιλογή). Δώστε σ’ αυτό το απλό φυσικό σχήμα 4 δισεκατομμύρια χρόνια σε έναν πλανήτη με ασίγαστη γεωλογική και μετεωρολογική δραστηριότητα όπως η Γη και θα έχετε «απο-θαυματοποιήσει» το θαύμα της ζωής!
Ομως, είμαστε επιρρεπείς στο να θαυμάζουμε. Μας είναι δύσκολο να δεχθούμε ότι τα χρώματα της πεταλούδας, το μάτι του γερακιού και ο εγκέφαλος του ανθρώπου αποτελούν προϊόντα μιας τέτοιας φυσικής διαδικασίας, άρα πρέπει να πρόκειται για… θαύμα. Δεν περνά από τον νου μας ότι θαύμα θα θεωρούσε και ένας πρόγονός μας της παλαιολιθικής εποχής το ότι ο απόγονός του πήγε στο φεγγάρι. Υπάρχει λοιπόν σε κάθε κοινωνία μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων που δεν μπορεί να ξεπεράσει το δίλημμα του Πάλεϊ.
Για κάποιους φυσικούς, το πρόβλημα γίνεται οξύτερο. Ας μην ξεχνάμε ότι οι φυσικοί, πολύ περισσότερο από τους συναδέλφους τους από τις άλλες φυσικές και τις ανθρωπιστικές επιστήμες, δεν είναι εθισμένοι στην πολυπλοκότητα: απαιτούν μια άμεση σχέση μεταξύ αιτίου/αποτελέσματος, δεν αφήνουν πρόθυμα χώρο στην πιθανοκρατία, απαιτούν ακρίβεια, επαναληψιμότητα και προβλεψιμότητα. Μάλιστα, κάποιοι απ’ αυτούς, με «ιεραποστολικό DNA», δειλιάζουν μπρος στο μέγεθος και την πολυπλοκότητα των προβλημάτων που ανά πάσα στιγμή αντιμετωπίζει η επιστήμη και αυτομολούν στο υπερπέραν. Εξάλλου, η αφορμή που μου ζητήσατε αυτή τη συνέντευξη είναι ακριβώς μια περίπτωση τέτοιας αυτομόλησης.
Οταν κάποιος απορρίπτει τη θεωρία της εξέλιξης επειδή δεν μπορεί, υποτίθεται, να εξηγήσει κάποιες παρατηρήσεις, ισχυρίζεται ότι αυτό το κάνει πατώντας σε επιστημονικά κριτήρια, όμως ποτέ δεν μπαίνει στον κόπο να υποδείξει εύλογες εναλλακτικές ερμηνείες που να επιδέχονται επιστημονικό έλεγχο. Ετσι ο επιστημονισμός του παραμένει κουτσός.
Ουσιαστικά δεν πρόκειται για επιστήμη. Πρόκειται, αντίθετα, για το δόγμα «δεν γνωρίζω, άρα ο Θεός», που φυσικά είναι πανάρχαιο. Αν υποκύπταμε σε αυτό το δόγμα θα πιστεύαμε ακόμα ότι ο κεραυνός προέρχεται από τον Δία. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια μειονότητα φυσικών και σίγουρα όχι για αυτούς που έχουν μια ζώσα σχέση με την επιστήμη. Οι δεύτεροι μιλούν για τον νόμο της απροσδιοριστίας και για τη θεωρία του χάους, τα οποία ερμηνεύονται επιτυχώς ως εγγενείς ιδιότητες του φυσικού κόσμου και όχι ως απόρροια υπερφυσικών δυνάμεων. Και ας μην ξεχνάμε ότι κάποιοι κορυφαίοι φυσικοί έχουν κάνει θεμελιώδεις προσφορές στη θεωρία της εξέλιξης.
● Το μοιραίο σφάλμα του επιχειρήματος των δημιουργιστών είναι ότι θέλοντας, κατά βάθος, να επιβεβαιώσουν τη μοναδικότητα του ανθρώπινου είδους στο ζωικό βασίλειο, καταφεύγουν σε υπερφυσικές «εξηγήσεις». Μολονότι είστε αρκετά ανεκτικός με όσους έχουν ανάγκη να πιστεύουν σε κάποια θρησκεία, γιατί καταδικάζετε απερίφραστα τους οπαδούς του Δημιουργισμού και του Ευφυούς Σχεδιασμού;
Είμαι ανεκτικός απέναντι σ’ αυτόν που νιώθει την ανάγκη να θρησκεύεται για τον ίδιο λόγο που είμαι ανεκτικός απέναντι σε αυτόν που νιώθει την ανάγκη να έχει φίλους. Πρόκειται για βιοτικές ανάγκες με τις οποίες μας εφοδίασε η ιστορία του είδους μας, όπως εφοδίασε κάποια πουλιά να μεταναστεύουν το φθινόπωρο από τον Βορρά προς τον Νότο.
Βέβαια, νιώθω πολύ μεγαλύτερη συμπάθεια για αυτούς που αισθάνονται απλώς την ανάγκη παραδοχής μιας υπέρτατης δύναμης απ’ ό,τι για εκείνους που δεν σταματούν εκεί αλλά προχωρούν στην περιτύλιξη αυτής της προσωπικής τους ανάγκης με δογματισμούς και μύθους. Αυτό το επιπλέον βήμα είχε στο παρελθόν ένα πλεονέκτημα ως παράγοντας συσπείρωσης και επιβίωσης μιας κοινωνικής ομάδας, σήμερα όμως μπορεί να αποτελέσει μόνο πηγή κακών.
Από το προσωπικό βίωμα της πίστης μέχρι τη διατύπωση «επιστημονικών» θεωριών, όπως είναι ο Δημιουργισμός, η απόσταση είναι μεγάλη και ο κίνδυνος θανάσιμος. Οι επιστήμονες ποτέ δεν φοβήθηκαν τον Δημιουργισμό ως αντίπαλη θεωρία, γνώριζαν ότι η ίδια η ονομασία «επιστημονικός δημιουργισμός» ή «ευφυής σχεδιασμός» αποτελεί επιστημολογική αντίφαση που εύκολα καταρρέει και δεν αντέχει στην αυστηρή επιστημονική κρίση, όπως έχει επανειλημμένα συμβεί στα δικαστήρια των ΗΠΑ.
Ωστόσο, οι επιστήμονες είναι θορυβημένοι, όπως πρέπει να είναι θορυβημένος κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος, από τη διείσδυση που μπορεί να έχουν στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο τέτοιες ψευδοεπιστημονικές δοξασίες. Οπως ορθότατα επισημάνατε, κύριε Μανουσέλη, στο σχετικό άρθρο σας πριν από δύο εβδομάδες, αυτό θα ισοδυναμούσε με σίγουρη κατάρρευση όχι μόνο της ελευθερίας της σκέψης, αλλά και του δημοκρατικού πολιτεύματος, μια επιστροφή στον σκοταδισμό: δεν μπορείς να καταργείς την Επιστήμη και να ελπίζεις στην επιβίωση της Δημοκρατίας, τα δύο είναι αλληλένδετα.
● Το γεγονός ότι, εξ ορισμού, η επιστήμη δεν εξηγεί τα πάντα ούτε και μπορεί να προσφέρει οριστικές απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα και τις αγωνίες μας νομιμοποιεί, άραγε, το θρησκευτικό δόγμα της θεϊκής δημιουργίας και το ανορθολογικό αίτημα κάποιων πιστών να διδάσκονται στα σχολεία και τα πανεπιστήμια εξίσου με τις επιστημονικές θεωρίες οι θρησκευτικές δοξασίες τους;
Το ερώτημά σας, εκτός από επίκαιρο, είναι καίριο και απαιτεί μια σαφή απάντηση. Ολη η ζωή από τότε που άρχισε, πριν από 4 δισεκατομμύρια χρόνια, μέχρι σήμερα ήταν και εξακολουθεί να είναι το προϊόν αποκλειστικά φυσικών διεργασιών. Η άποψη ότι ο άνθρωπος εξαιρείται από αυτή τη φυσική διαδικασία αποτελεί τη μεγαλύτερη αλαζονεία που μπορεί να φανταστεί κανείς.
Το αβυσσαλέο χάσμα που χωρίζει τον κόσμο στα δύο, όλες τις μορφές της ζωής από τη μία και τον άνθρωπο μόνο και κατάμονο από την άλλη, αποτελεί τη μέγιστη ύβρι, με την έννοια που έδιναν στη λέξη αυτή οι αρχαίοι Ελληνες. Πρόκειται για την αλαζονεία που οδήγησε στο «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και κατακυριεύσατε την Γην» που γνωρίζουμε καλά πού μας έχει οδηγήσει. Και ασφαλώς, για τον αλαζονικό διαχωρισμό του ανθρώπινου από τα άλλα ζωικά είδη δεν υπάρχει ούτε ίχνος επιστημονικής μαρτυρίας. Η γεφύρωση αυτού του χάσματος ήταν το κατόρθωμα του Δαρβίνου και η αιτία της μανίας εναντίον του. Αν ο Δαρβίνος μπορούσε να αφήσει τον άνθρωπο μόνο του από τη μια μεριά του χάσματος, να είστε βέβαιος ότι θα ήταν ο πιο αγαπητός επιστήμονας των μυστικιστών. Αλλά τότε δεν θα είχε συνεισφέρει τίποτε στην επιστήμη.
Είμαστε περιχαρακωμένοι από τη φύση μας μέσα σε ένα πλαίσιο δυνατοτήτων, όπως είναι περιχαρακωμένο κάθε άλλο είδος ζωής. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε πόσο μπορούμε να επεκτείνουμε αυτό το πλαίσιο, πόσο μακριά μπορούμε να φτάσουμε μέσα στον φυσικό και νοητικό κόσμο που εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε και δημιουργούμε. Ο,τι κάνουμε και ό,τι σκεπτόμαστε υπάρχει μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο και φυσικά, αυτό περιλαμβάνει την ιδέα του Θείου που εν πολλοίς επινοήθηκε ως απάντηση στο νοητικό σχήμα «δεν γνωρίζω, άρα ο Θεός» που σημείωσα πιο πάνω. Το να έχουμε μια απάντηση στο «δεν γνωρίζω» ήταν ανέκαθεν για τον άνθρωπο πολύ πιο σημαντικό από το αν η απάντηση αυτή είναι και σωστή.
Επιμέλεια: Σπύρος Μανουσέλης