Η λέξη επαινετός προέρχεται από το ρήμα επαινώ, που σημαίνει εκφράζω θετική αξιολόγηση, εκτίμηση ή έπαινο για κάποιον ή κάτι. Το επίθετο επαινετός περιγράφει αυτόν που αξίζει επαίνους, δηλαδή κάτι ή κάποιον που χαρακτηρίζεται από αρετές, επιτεύγματα ή πράξεις που προκαλούν θαυμασμό και έγκριση.
Παρά το γεγονός ότι η λέξη επαινετός δεν είναι συχνή στην καθημερινή χρήση, εξακολουθεί να διατηρεί τη θέση της σε πιο λογοτεχνικές, φιλοσοφικές ή επίσημες εκφράσεις.
Ετυμολογία:
- “επαινετός” (επίθετο) < από το ρήμα “επαινώ” + κατάληξη “-τός”.
- Η λέξη “επαινώ” προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη “ἐπαινῶ”, που σημαίνει «εκφράζω έπαινο, εγκωμιάζω».
Σημασία:
- Αυτός που αξίζει επαίνους, εγκωμίου.
- Αξιέπαινος, άξιος εκτίμησης ή αναγνώρισης για τη συμπεριφορά του, τις ενέργειες ή τα επιτεύγματά του.
Παράδειγμα χρήσης:
- Επίσημη χρήση:
- “Η συνεισφορά του στην επιστήμη ήταν επαινετή, καθώς οι έρευνές του άνοιξαν νέους ορίζοντες στον τομέα της βιολογίας.”
- Σε αυτό το παράδειγμα, η λέξη “επαινετή” χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι το εξαιρετικά αξιόλογο.
- Λογοτεχνική χρήση:
- “Ο χαρακτήρας του ήταν επαινετός, γεμάτος αρετή και δύναμη ψυχής.”
- Στη λογοτεχνική χρήση, η λέξη υπογραμμίζει τα ηθικά και ψυχικά χαρίσματα ενός ατόμου.
- Καθημερινή χρήση:
- “Η προσπάθειά σου ήταν επαινετή, ακόμα κι αν δεν έφτασες στο επιθυμητό αποτέλεσμα.”
- Εδώ, η λέξη χρησιμοποιείται για να εκφράσει αναγνώριση προς κάποιον, ακόμα κι αν δεν υπήρξε πλήρης επιτυχία.
Συνώνυμα:
- Αξιέπαινος
- Εγκωμιαστικός
- Υποδειγματικός
- Εξαίρετος
Αντώνυμα:
- Κατακριτέος
- Αποδοκιμαστέος
- Άξιος μομφής