Σεραφίνο, Τιραμόλα, Λούκι Λουκ: Aνεπανάληπτες μορφές της νιότης μας, τότε που κάθε βδομάδα πιστοί αναγνώστες δημοτικών σχολείων έτρεχαν με το χαρτζιλίκι στα περίπτερα για να προλάβουν τα νέα των αγαπημένων ηρώων
Ανταλλαγές, λαθραναγνώσεις, διάβασμα κάτω απ΄τις κουβέρτες και αμέτρητα τεύχη μέσα στο δωμάτιο.
Ήρωες όπως ο Μπλεκ, ο Μικρός Ήρως, ο Μικρός Καουμπόυ, ο Αστερίξ, ο Λούκι Λουκ, ο Τεν-Τεν, ο Μίκη κλπ δεν έπαψαν να έχουν μία θέση στο σήμερα.
Ακόμη και ο Ζορρό, που ήταν από τα πρώτα κόμικ στην Ελλάδα, με παρουσία από το 1935, δεν έχει ξεχαστεί!
Ώρα, λοιπόν, να θυμηθούμε εκείνους τους χαρακτήρες που αγαπήθηκαν από το ελληνικό κοινό των παλαιότερων δεκαετιών, αλλά τώρα πια λίγοι έχουν εικόνα τους.
Σεραφίνο, ο αντιήρωας
Ο Σεραφίνο είναι ένας διαφορετικός χαρακτήρας, μιας άλλης εποχής.
Χωρίς υπερδυνάμεις και φανταχτερή στολή, χωρίς υπερόπλα ή εξυπνάδα και δύναμη.
Ήταν ένας φτωχός, άστεγος, καλόκαρδος αλητάκος, και μόνη του έγνοια ήταν να εξασφαλίσει ένα πιάτο φαΐ.
Πρωτοσχεδιάστηκε το 1948 με μορφή καγκουρό, αλλά τέσσερα χρόνια μετά επανασχεδιάστηκε με τη μορφή που τον ξέρουμε σήμερα.
Εμπνευσμένος από τους αμέτρητους άστεγους εκείνης της εποχής στην Ιταλία, φορούσε μπαλωμένα ρούχα και τρύπια παπούτσια. Καλόκαρδος και ηθικός, περιπλανιόταν στα στενά σοκάκια της πόλης αναζητώντας τροφή και στέγη.
Τον θυμόμαστε μονίμως πεινασμένο, με ένα συννεφάκι πάνω από το κεφάλι του να δείχνει ότι ονειρεύεται κοτόπουλο.
Όταν τελικά έβρισκε κάτι φαγώσιμο, ο Σεραφίνο το μοιραζόταν πάντα με τους άστεγους φίλους του στήνοντας αυτοσχέδια γλέντια κάτω από γέφυρες, χαρτόκουτα και βαρέλια, που είχαν για σπίτια.
Αντιπροσώπευε μια εποχή φτώχειας, αβεβαιότητας αλλά και ρομαντισμού.
Ο αναγνώστης εύκολα ταυτιζόταν με τον ήρωα με την άδεια τσέπη και τη γεμάτη καρδιά.
Αυτός που δεν είχε τίποτα αλλά μοιραζόταν και το λίγο του, που βοηθούσε όποιον είχε προβλήματα, αγαπήθηκε τόσο από το ελληνικό κοινό, που κατά τη δεκαετία του 70 έγινε το δεύτερο σε κυκλοφορία κόμικ μετά τον Μίκι.
Δημιουργός: Ετζίντιο Γκερλίτζα (Τσιαμπίνο)
Το 1969 ξεκίνησε η κυκλοφορία του στα ελληνικά από τον εκδοτικό οίκο του Καμπανά και σταμάτησε το 1992.
Τιραμόλα, ο Ιταλός λαστιχένιος μάγκας
Στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε το 1970, από τις εκδόσεις Καμπανά και ακόμη και όσοι δεν έχουν δει ποτέ τον ήρωα, σίγουρα έχουν ακούσει τη φράση «καλά δεν είμαι και ο Tιραμόλα» από ανθρώπους που δεν φτάνουν κάποιο αντικείμενο.
Μάλιστα, έφτασε να γίνει και παρατσούκλι ποδοσφαιριστή, του Νίκου Βαμβακούλα, που θα θυμούνται ίσως οι παλιότεροι.
Ένας ακόμη ήρωας ιταλικών κόμικ, που σύντομα έγινε πολύ δημοφιλής και, αν και ξεκίνησε την καριέρα του ως… κομπάρσος, σύντομα απέκτησε ολoδικές του ιστορίες και αγαπήθηκε από το κοινό.
Ο Τιραμόλα είναι ένα πλάσμα με χοντρές μαύρες γραμμές για σώμα, οβάλ πρόσωπο, έναν κύλινδρο για μύτη και ημίψηλο καπέλο.
Όταν ήταν μικρός είχε πέσει σ’ ένα καζάνι με καουτσούκ (!) κι έτσι απέκτησε ελαστικό σώμα, που μπορεί να το τεντώνει ακόμη και για αρκετά χιλιόμετρα και να παίρνει όποια μορφή επιθυμεί.
Εξαιρετικά χρήσιμες υπερδυνάμεις για τη μάχη που δίνει καθημερινά για την επικράτηση του καλού, χαρίζοντάς μας άφθονο γέλιο.
Δημιουργός: Τζόρτζιο Ρεμπούφι
Σε αντίθεση με τον Σεραφίνο, που δεν μεταφέρθηκε ποτέ σε κινούμενο σχέδιο, ο Τιραμόλα, το 1992 μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη από τον σκηνοθέτη Τζουζέπε Λαγκανά.
Στην Ελλάδα τα δύο αυτά κόμικ ιταλικής καταγωγής κυκλοφόρησαν σχεδόν ταυτόχρονα και με κοινή διαφήμιση. Μάλιστα στην τελευταία σελίδα των τευχών τους υπήρχε το σλόγκαν «και οι δύο μ’ ένα τάλιρο, που δεν πας ούτε στο Φάληρο».
Ακόμη και σήμερα, πλήθος επιχειρήσεων, φαγάδικα, μωρουδιακά, παιχνιδάδικα κλπ χρησιμοποιούν στην επωνυμία της επιχείρησης τα ονόματα Σεραφίνο ή Τιραμόλα.
Τα 30 αξέχαστα κλασσικά παιχνίδια των 80’s – Εσείς τα θυμάστε; (pics)
Ζάκουλα, η σέξι αιμορουφήχτρα
Η ξανθιά αιμορουφήχτρα των ερωτικών κόμικ τρόμου, έκανε το ντεμπούτο της το 1969, σχεδόν ταυτόχρονα με την Αμερικανίδα Βαμπιρέλλα.
Με πιο γκόθικ ατμόσφαιρα και ιταλικής παραγωγής, η Ζάκουλα αγαπήθηκε από το ελληνικό κοινό, από το 1977, όταν και πρωτοεμφανίστηκε χάρη στην ΠΟΛΥΕΚΔΟΤΙΚΗ.
Ήταν 1982 όταν σταμάτησε οριστικά η κυκλοφορία της.
Η Ζάκουλα ήταν βαμπίρ που άντεχε στο φως του ήλιου, χρησιμοποιούσε το σεξ για να φέρει σε πέρας τις αποστολές της.
Πάντα έπινε το αίμα των ερωτικών συντρόφων της, αντρών και γυναικών.
Τη συντρόφευαν ο απέθαντος Κάρλο Βερντιέ και ο πιστός υπηρέτης της, ο Σαρλ, επίσης βαμπίρ.
Περιπέτεια, δράση, μυστήριο, πολύ σεξ και φοβεροί καλεσμένοι όπως ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης, το τέρας του Φρανκενστάιν, ο ανιψιός του Μαρκήσιου ντε Σαντ κ.λ.π.
Τζων Γκρηκ και σ’ όποιον αρέσει
Η καριέρα του ήρωα ξεκίνησε από το ραδιόφωνο. Το 1956, ο συγγραφέας Νίκος Β. Ρούτσος, σύστησε στο κοινό τον ήρωα με ραδιοφωνικά σκετς, από το Β’ πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας (Ε.Ι.Ρ.).
Δύο χρόνια αργότερα, χάρη στην επιτυχία της εκπομπής «Οι Περιπέτειες του Τζων Γκρηκ», εκδόθηκε και το πρώτο τεύχος από τις εκδόσεις Πελαργός.
Ο Ελληνοαμερικανός ιδιωτικός ντετέκτιβ Τζων Γκρηκ εξιχνιάζει εγκλήματα στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’50 και βάζει τα γυαλιά στα σαΐνια του FBI.
Ο δημιουργός του τον περιγράφει ως εξής: «Νέος άνδρας μελαχροινός με αδρά χαρακτηριστικά (…)
Αγαπάει αφάνταστα τα σπορ (αλλά δεν τον είδαμε να παίζει ούτε γιο-γιο), μιλάει με ευχέρεια πάνω από δέκα γλώσσες (αλλά δεν του δόθηκε η ευκαιρία να πει ούτε λέξη σε καμιά από τις υπόλοιπες εννιά) κι έχει πάρει τρία πανεπιστημιακά διπλώματα: Νομικής, Ιατρικής και Φυσικομαθηματικών.
Σε ηλικία 25 χρονών δουλεύοντας παράλληλα και σαν ιδιωτικός ντετέκτιβ), ο υπερφυσικός εγκέφαλός του μοιάζει με φάρο που φωτίζει πάντα ακόμα και τα πιο σκοτεινά αστυνομικά προβλήματα και δεν χρησιμοποιεί ποτέ πιστόλια ή μαχαίρια, παρά μόνο τις τρομερές γροθιές του.
Επίσης, είναι άσος στις μεταμφιέσεις και μιμείται με αφάνταστη ευκολία οποιαδήποτε φωνή ακούσει έστω και μια φορά…»
Τον συντροφεύει η όμορφη και φιλόδοξη ρεπόρτερ, Έλεν, γιατί δεν μπορεί να λείπει μία γυναίκα από την ιστορία.
Τη μεταξύ τους σχέση, περισσότερο τη μαντεύουμε παρά τη βλέπουμε, μιας και οι δημιουργοί δεν πέρασαν σε κάτι άλλο πέρα από υπονοούμενα.
Βασικός ανταγωνιστής του, ο επιθεωρητής Πήτερσον, που παρουσιάζεται ως ο αλαζόνας αστυνομικός, ευτραφής και με ένα πούρο στο στόμα, ουκ ολίγες φορές συνάντησε στο σαγόνι του «την τρομακτική γροθιά του Τζων Γκρηκ».