Οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας την Πέμπτη σημαίνουν πως ο Μάριο Ντράγκι θα ολοκληρώσει την οκταετή του θητεία χωρίς να έχει αυξήσει ούτε μία φορά τα επιτόκια.
Είναι απόδειξη ότι ζούμε σε μια πρωτοφανή περίοδο όσον αφορά τη νομισματική πολιτική.
Ο κ. Ντράγκι ξεκίνησε τη θητεία του αντιστρέφοντας τις αυξήσεις επιτοκίων του προκατόχου του Ζαν-Κλοντ Τρισέ. Θα την ολοκληρώσει τον Νοέμβριο, με τα επιτόκια στα τρέχοντα ιστορικά χαμηλά επίπεδα, τα οποία η ΕΚΤ υπόσχεται να κρατήσει τουλάχιστον ως το τέλος του 2019.
Τούτο δεν ήταν το μοναδικό μέτρο νομισματικής τόνωσης. Η ΕΚΤ επιβεβαίωσε επίσης ότι θα συνεχίσει να επανεπενδύει τα κέρδη από τα χρεόγραφα που αγόρασε κατά τη διάρκεια του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, αρκετά μετά την πρώτη αύξηση επιτοκίων -που με βάση την ανακοίνωση της ΕΚΤ, σημαίνει μια καθυστέρηση ωσότου ξεκινήσει εντέλει η «ποσοτική σύσφιξη».
Υποσχέθηκε επίσης ένα νέο γύρο φθηνών μακροπρόθεσμων δανείων σε τράπεζες που θέλουν να αυξήσουν την πίστωση που χορηγούν -τα λεγόμενα TLTROs. Αυτό ήταν κάτι αναμενόμενο, κυρίως γιατί ο προηγούμενος γύρος φθηνών δανείων αναμένεται να λήξει και η κεντρική τράπεζα θέλει να αποφύγει μια απότομη συρρίκνωση στη ρευστότητα.
Όλα αυτά είναι λογικά. Η οικονομία της ευρωζώνης έχει επιβραδυνθεί σημαντικά τους τελευταίους έξι μήνες και δείχνει ευάλωτη στην παρατεταμένη στασιμότητα. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο κ. Ντράγκι τόνισε πως τα ρίσκα έχουν κινηθεί προς τα κάτω και ότι οι αποφάσεις της ΕΚΤ ήταν ομόφωνες. Αλλά από μια μακροπρόθεσμη οπτική, είναι εντυπωσιακό πόσο δύσκολο βρίσκουν οι κεντρικοί τραπεζίτες να επιτύχουν την «ομαλοποίηση» που τόσο λαχταρούν.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια ματαιώθηκαν τρεις ή τέσσερις απόπειρες σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής από τις δύο μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου. Το 2011, οι αυξήσεις επιτοκίων από τον Τρισέ συνέβαλαν να διολισθήσει η ευρωζώνη σε μια δεύτερη ύφεση. Το 2015, η Fed αύξησε το επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης και στη συνέχεια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα σχέδια για περαιτέρω αυξήσεις. Από τα τέλη του 2018, η Fed αναγκάστηκε και πάλι να μετριάσει το σχέδιο σύσφιξης, υποσχόμενη ευελιξία τόσο στην αύξηση των επιτοκίων όσο και στη μείωση του ισολογισμού.
Και παρόμοιες εξελίξεις έχουν γίνει και σε μικρότερες κεντρικές τράπεζες.
Όλες αυτές οι αποφάσεις, όπως και η χθεσινή της ΕΚΤ, ήταν λογικές. Με βάση την τεχνική ορολογία, στηρίχτηκαν στα «οικονομικά στοιχεία»: οι κεντρικές τράπεζες αντέδρασαν σε επιδείνωση των συνθηκών είτε στις αγορές, είτε στην πραγματική οικονομία, είτε και στις δύο. Αλλά από κοινού σηματοδοτούν κάτι μεγαλύτερο και πιο ανησυχητικό.
Γιατί οι κεντρικές τράπεζες δυσκολεύονται τόσο να αποσύρουν τη νομισματική τόνωση; Γιατί η οικονομία έχει αποδειχτεί, ξανά και ξανά, ότι είναι πιο αδύναμη από ό,τι αναμενόταν. Κάθε φορά, οι κεντρικές τράπεζες έπρεπε να διορθώνουν τα λάθη τους. Αλλά ενώ αυτό είναι καλοδεχούμενο, δεν δικαιολογεί τα λάθη αυτά, πόσο μάλλον όταν γίνονται κατ’ εξακολούθηση.
Μπορεί κάποιος να ελπίζει ότι μια επανεξέταση της νομισματικής πολιτικής και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού θα βοηθήσει να περιοριστεί η διάρκεια της επιβράδυνσης στην Ευρώπη και να αποτραπεί στις ΗΠΑ. Αλλά αν η ανάπτυξη σταθεροποιηθεί σε έναν ικανοποιητικό ρυθμό, μπορεί να ελπίζει κανείς ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν κάνει αρκετά λάθη για να μάθουν ότι πρέπει να είναι λιγότερο ενθουσιώδεις σχετικά με τις μελλοντικές συσφίξεις.
Του Martin Sandbu