Η παιδική παχυσαρκία στην Ελλάδα αποτελεί σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας, με την χώρα να συγκαταλέγεται ανάμεσα στις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας παγκοσμίως. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη από το Υπουργείο Υγείας σε συνεργασία με την UNICEF, περίπου το 37,5% των παιδιών ηλικίας 2 έως 14 ετών είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα.
Ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα της έρευνας ήταν η σταδιακή μείωση της κατανάλωσης υγιεινών τροφών καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν. Μέχρι την ηλικία των 3 ετών, περίπου το 63,5% των παιδιών καταναλώνει καθημερινά φρούτα, αλλά αυτό το ποσοστό πέφτει δραματικά στο 30,1% έως την ηλικία των 15-17 ετών. Το ίδιο ισχύει και για την κατανάλωση λαχανικών, η οποία μειώνεται από 50,6% σε 27,9% στην ίδια ηλικιακή ομάδα.
Παράλληλα, η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας είναι εξίσου ανησυχητική, με το 57,3% των παιδιών κάτω των 3 ετών να συμμετέχει σε καθημερινές σωματικές δραστηριότητες, αλλά μόλις το 20,6% των εφήβων ηλικίας 15-17 ετών. Αντιστρόφως, η έκθεση σε οθόνες αυξάνεται με την ηλικία, με το 39% των εφήβων να περνάει πάνω από 3 ώρες την ημέρα μπροστά σε μια οθόνη, επιδεινώνοντας την κατάσταση.
Οι γονείς αναγνωρίζουν την ανάγκη για αλλαγή στις διατροφικές και κινητικές συνήθειες των παιδιών, ζητώντας δράσεις όπως πανελλαδικές καμπάνιες ενημέρωσης, διατροφολόγους στα σχολεία και επιδοτούμενα προγράμματα άθλησης. Μόλις το 28,4% των γονέων είναι πλήρως ενημερωμένο για τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας σχετικά με τη σωματική δραστηριότητα των παιδιών, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη για εκπαίδευση και υποστήριξη των οικογενειών.
Η εθνική στρατηγική που έχει εκπονήσει το Υπουργείο Υγείας, σε συνεργασία με την UNICEF, επικεντρώνεται στην πρόληψη, στην ενημέρωση και στην καταπολέμηση της παιδικής παχυσαρκίας μέσω πολυετών προγραμμάτων δράσης. Στόχος είναι να μειωθούν οι κοινωνικοοικονομικές ανισότητες που συμβάλλουν στο πρόβλημα και να προαχθεί ένας πιο υγιεινός τρόπος ζωής για τα παιδιά.