Μια νέα παράνομη πρακτική για την αποφυγή των προστίμων που επιβάλλονται μέσω ραντάρ ταχύτητας και καμερών κυκλοφορίας έχει εμφανιστεί, διευκολύνοντας τους οδηγούς να αποφεύγουν τις κλήσεις. Πρόκειται για ειδικά αυτοκόλλητα, τα οποία τοποθετούνται πάνω στους αριθμούς των πινακίδων κυκλοφορίας. Αυτά τα αυτοκόλλητα, αν και δεν διαφέρουν οπτικά από τα κανονικά στοιχεία της πινακίδας, γίνονται «αόρατα» όταν ένα ραντάρ ενεργοποιεί το φλας του για να καταγράψει κάποια παράβαση.
Η τεχνολογία πίσω από αυτό το κόλπο βασίζεται στην πλήρη αντανάκλαση του φωτός που προκαλεί το φλας, με αποτέλεσμα τα συγκεκριμένα νούμερα να μην εμφανίζονται στη φωτογραφία που λαμβάνεται από το ραντάρ. Έτσι, η πινακίδα φαίνεται μερικώς ή πλήρως «κενή», καθιστώντας αδύνατο τον εντοπισμό του οχήματος.
Τα αυτοκόλλητα αυτά πωλούνται παράνομα, με εταιρείες να προσφέρουν προϊόντα συμβατά με τις ελληνικές πινακίδες κυκλοφορίας, παρά το γεγονός ότι η χρήση τους παραβιάζει τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ). Η νομοθεσία είναι σαφής: η αλλοίωση των πινακίδων με οποιονδήποτε τρόπο, είτε μέσω σπρέι, μεμβρανών ή άλλων παρεμβάσεων, απαγορεύεται αυστηρά. Οι παραβάτες αντιμετωπίζουν ποινές που περιλαμβάνουν φυλάκιση έως και ενός έτους, ενώ το πρόστιμο για πινακίδες που δεν είναι ευκρινώς ορατές ανέρχεται σε 300 ευρώ.
Η πρακτική αυτή δεν περιορίζεται μόνο στην Ελλάδα, καθώς τα αυτοκόλλητα αυτά προωθούνται και σε άλλες χώρες, συχνά μέσω διαδικτυακών πλατφορμών. Ωστόσο, το ζήτημα προκαλεί πονοκέφαλο στις αρχές, καθώς η ανίχνευση τέτοιων πινακίδων απαιτεί τεχνικά μέσα που ξεπερνούν τα συνήθη φωτογραφικά ραντάρ