Ο όγκος των πωλήσεων όπλων αυξήθηκε κατά σχεδόν 8% την περίοδο 2014-2018, σε σύγκριση με την περίοδο 2009-2013.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής προμήθευσαν πάνω από το ένα τρίτο των οπλικών συστημάτων που πωλήθηκαν παγκοσμίως τα τελευταία πέντε χρόνια, αναφέρει σε έκθεσή του που δίνει στη δημοσιότητα σήμερα Δευτέρα ινστιτούτο έρευνας που εδρεύει στη Σουηδία, για το οποίο το συμπέρασμα είναι πως Ουάσιγκτον επεκτείνει την εδραιωμένη κυριαρχία της σε αυτό το πεδίο.
Στη φετινή επισκόπησή του για τις πωλήσεις όπλων παγκοσμίως, το Διεθνές Ινστιτούτο Μελετών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI) τονίζει πως ο όγκος των πωλήσεων όπλων αυξήθηκε κατά σχεδόν 8% την περίοδο 2014-2018, σε σύγκριση με την περίοδο 2009-2013.
Στις ΗΠΑ αναλογούσε την περίοδο αυτή το 36% των παγκόσμιων πωλήσεων όπλων, από 30% την περίοδο 2009-2013. Οι ΗΠΑ προμήθευσαν οπλικά συστήματα σε τουλάχιστον 98 κράτη το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, περισσότερα από οποιονδήποτε άλλον προμηθευτή, σύμφωνα με το SIPRI.
Οι παραδόσεις στις οποίες προχώρησε η Ουάσιγκτον συμπεριλάμβαναν «προηγμένα όπλα, όπως μαχητικά αεροσκάφη, πυραύλους Κρουζ και βαλλιστικούς πυραύλους μικρού βεληνεκούς, καθώς και μεγάλους αριθμούς κατευθυνόμενων βομβών», διευκρίνισε η Οντ Φλεράν, επικεφαλής του προγράμματος του SIPRI για τους εξοπλισμούς και τις στρατιωτικές δαπάνες, στην ανακοίνωση που δημοσιοποίησε το ινστιτούτο.
Περισσότερα από τα μισά όπλα που διέθεσαν οι ΗΠΑ είχαν προορισμό τη Μέση Ανατολή: στη Σαουδική Αραβία αναλογούσε το 22% του συνόλου των αμερικανικών πωλήσεων, κάτι που σημαίνει πως το σουνιτικό βασίλειο είναι ένας από τους σημαντικότερους πελάτες των αμερικανικών βιομηχανιών όπλων.
Η Σαουδική Αραβία εξάλλου ήταν ο μεγαλύτερος εισαγωγέας όπλων την υπό εξέταση περίοδο: σε αυτή τη χώρα αναλογούσε το 12% των εισαγωγών παγκοσμίως. Πέραν των ΗΠΑ, οι βασικοί προμηθευτές του βασιλείου ήταν η Βρετανία και η Γαλλία.
Οι εξαγωγές όπλων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής σχεδόν διπλασιάστηκαν την περίοδο 2014-2018 από την περίοδο 2009-2013, σύμφωνα με το SIPRI. Άλλοι μεγάλοι εισαγωγείς ήταν η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) και το Ιράκ.
«Τα όπλα από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία έχουν υψηλή ζήτηση στην περιοχή του Κόλπου, όπου οι συρράξεις και οι εντάσεις αφθονούν», παρατήρησε ο Πίτερ Βέζεμαν, κορυφαίος ερευνητής του SIPRI στο πρόγραμμα για τους εξοπλισμούς και τις στρατιωτικές δαπάνες.
Η Ρωσία, ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο, στην οποία αναλογεί το ένα πέμπτο των παραδόσεων παγκοσμίως, προμήθευσε όπλα σε 48 χώρες, σύμφωνα με το ινστιτούτο. Πάνω από τις μισές ρωσικές εξαγωγές όπλων είχαν προορισμό την Ινδία, την Κίνα και το Βιετνάμ.
Ωστόσο, σε σύγκριση με την περίοδο 2009-2013, οι πωλήσεις της Ρωσίας μειώθηκαν κατά 17%, εν μέρει λόγω της μείωσης των εισαγωγών της Ινδίας και της Βενεζουέλας, σύμφωνα με το SIPRI.
Οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Κίνα είναι οι πέντε χώρες στην κορυφή της κατάταξης των προμηθευτών όπλων: σε αυτές αναλογεί το 75% των εξαγωγών παγκοσμίως.
Σε πέντε χώρες- τη Σαουδική Αραβία, την Ινδία, την Αίγυπτο, την Αυστραλία και την Αλγερία- αναλογεί χονδρικά το ένα τρίτο των παγκόσμιων εισαγωγών όπλων.
Οι εισαγωγές της Ινδίας, που βρίσκεται στη δεύτερη θέση της κατάταξης, ισούνται με το 9,5% του συνόλου παγκοσμίως, εν μέρει εξαιτίας της μακρόχρονης διένεξής της με το γειτονικό Πακιστάν.
Οι μισές και πλέον εισαγωγές όπλων της Ινδίας έγιναν από τη Ρωσία. Το Ισραήλ και οι ΗΠΑ συγκαταλέγονται στους άλλους μεγάλους προμηθευτές όπλων της χώρας αυτής.
Η Αυστραλία εξάλλου αύξησε σημαντικά τις εισαγωγές αεροσκαφών και πλοίων, καθώς θεωρεί πως οι απειλές στην περιοχή της μεγεθύνονται.
Σύμφωνα με το SIPRI, η Κίνα προμήθευσε οπλικά συστήματα σε 53 κράτη, αλλά ο όγκος των εξαγωγών της ήταν «συγκριτικά μικρός» την υπό εξέταση περίοδο. Τα δύο τρίτα και πλέον των όπλων που εισήγαγε το Πακιστάν ήταν κινεζικής προέλευσης.
Αρκετοί μεγάλοι εισαγωγείς, ανάμεσά τους η Ινδία, η Αυστραλία, η Νότια Κορέα και το Βιετνάμ, αποφεύγουν να προμηθεύονται όπλα από την Κίνα για πολιτικούς λόγους.
Η Κίνα κατατάσσεται στην έκτη θέση των μεγαλύτερων εισαγωγέων όπλων στον κόσμο, πάντως μείωσε τις εισαγωγές αναπτύσσοντας δικά της οπλικά συστήματα, καταγράφει το SIPRI.
Το ινστιτούτο μελετά δεδομένα σε βάθος πενταετίας για να εξομαλύνονται οι διακυμάνσεις που μπορεί να παρουσιαστούν εξαιτίας μιας μεγάλης παραγγελίας κάποια συγκεκριμένη χρονιά. Η βάση δεδομένων για τις πωλήσεις όπλων που καταρτίζει το SIPRI δεν συμπεριλαμβάνει τα λεγόμενα «μικρά» όπλα. Βασίζεται σε ανοικτές πηγές: εθνικές και περιφερειακές εφημερίδες, εξειδικευμένες εκδόσεις, κυβερνητικές ανακοινώσεις και στοιχεία που δημοσιοποιούν βιομηχανίες όπλων.