Η πρώτη φορά δεν ξεχνιέται ποτέ…


Αυτή η ρομαντική ιστορία δεν είναι δική μου αλλά της μητέρας μου που έχει πεθάνει, θα την διηγηθώ όμως μέσα από τα δικά μου μάτια, τα δικά μου συναισθήματα…

Εκεί πάνω στον Παράδεισο, δεν τα πηγαίνουν καλά με την τεχνολογία και το facebook, και ο θεός δεν έφτιαξε μια ιστοσελίδα “GODSECRETS” για να μπαίνουν όσοι έχουν μεταβεί »εις τόπον χλωερό και δασώδη» και να γράφουν τις ιστορίες τους που θα είχαν άλλωστε πολύ ενδιαφέρον.

Η ιστορία διαδραματίζεται γύρω στο 1950, όταν η μάνα μου –η μικρή τότε Χρυσούλα– 16 χρονών γνωρίζει τον πρώτο της έρωτα τον Κλεώ, ο οποίος ήταν 3 χρόνια μεγαλύτερος, σε μια αλάνα του χωριού.

Εκεί γίνονταν τα πανηγύρια τον δεκαπενταύγουστο, ήταν ένα είδος νυφοπάζαρου. Εκεί ένιωσαν το πρώτο φτερούγισμα στην καρδιά και έδωσαν το πρώτο και τελευταίο φιλί κάτω από έναν πλάτανο.

Δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ παρά μόνο μετά από 60 χρόνια.

Δύο χρόνια μετά από αυτόν τον πλατωνικό έρωτα η μάνα μου γνώρισε τον πατέρα μου τον Δημητράκη, ο οποίος έμπαινε στο σπίτι της Χρυσούλας σαν δευτεροξάδερφος, ώσπου και την αγάπησε.

Όπως καταλαβαίνετε εγώ και ο αδερφός μου ήμαστε τρίτα ξαδέρφια και αδέλφια συγχρόνως. Εξού και η αποβλακωμάρα που μας δέρνει μετά την μικρή αιμομιξία.

Η γιαγιά μου δεν ήθελε να παντρευτούν επειδή ήταν ξαδέλφια, έτσι ο πατέρας μου Δημητράκης έκλεψε την ωραία Χρυσούλα και την στεφανώθηκε.

Καρποί της αγάπης τους ήμασταν εγώ και ο αδερφός μου. Ζήσαμε φτωχικά αλλά ευτυχισμένα. Εδώ θα τρέξω λίγο την ιστορία για λόγους συγγραφικής οικονομίας (είμαι και λίγο ψώνιο!).

Στο χωριό η ζωή ήταν δύσκολη, έτσι στα χρόνια της μετανάστευσης γύρω στο 1970 ήρθαμε στην Αθήνα. Εδώ οι γονείς μου δούλεψαν, εμείς πήγαμε σχολείο, μεγαλώσαμε, παντρευτήκαμε, χωρίσαμε (ο αδελφός μου), κάναμε παιδιά.

Ο πατέρας μου δεν έπαψε ποτέ να σκέπτεται το αγαπημένο του χωριό. Έτσι όταν βγήκαν στην σύνταξη γύρισαν πίσω στα πάτρια εδάφη.

Στα 71 του χρόνια ο Δημητράκης πεθαίνει από εγκεφαλικό.
Η γιαγιά Χρυσούλα μένει μόνη της στο χωριό περνώντας πολύ δύσκολα, πίνοντας καφέ που και που με τις γειτόνισσες, περιμένοντας τα Χριστούγεννα και το Πάσχα να έλθει στην Αθήνα με τα παιδιά και τα εγγόνια της.

Ένα βράδυ μαζί με μια φιλενάδα της γειτόνισσα αναπολώντας τα νιάτα τους η γιαγιά Χρυσούλα εκφράζει την επιθυμία να βρει την πρώτη της αγάπη τον Κλεώ.

Πράγματι πήραν το 11880 (κάνω και διαφήμιση) και βρήκαν το σταθερό του τηλέφωνο.
Η μάνα μου με φόβο και πάθος σχηματίζει το νούμερο και ακούει την φωνή του, του εξηγεί ποια είναι, την θυμάται αμέσως και αρχίζει να της τραγουδά το αγαπημένο τους ρεφραίν.

Μιλούν για αρκετή ώρα, γεμίζουν συγκίνηση, ταξιδεύουν πολύ πίσω στο χρόνο, νοσταλγούν, λένε πως εξελίχθηκε η ζωή τους.

Ο Κλεώ μένει στη Θεσσαλονίκη, είναι παντρεμένος με την Φωφώ, έχει παιδιά και εγγόνια. Αυτό το τηλεφωνικό νταραβέρι γίνεται καθημερινά και τους γεμίζει χαρά.

Ενώ συμβαίνουν αυτά, μετά από σειρά εξετάσεων μαθαίνουμε ότι η μάνα μου είναι άρρωστη με κίρρωση του ήπατος. Γιατροί, εξετάσεις, θεραπείες, νοσοκομεία είναι καθημερινά στην ζωή μας. Εκείνη όμως δεν έχει σταματήσει να μιλά με τον Κλεώ, ο οποίος είναι και αυτός άρρωστος από την καρδιά του.

Η χαρά που παίρνουν από την καθημερινή τους κουβέντα στο τηλέφωνο είναι απερίγραπτη. Δίνει κουράγιο ο ένας στον άλλο, γελούν, τραγουδούν, καταλαβαίνουν ότι η ζωή είναι πάντα γλυκιά, ξαναθυμούνται εκείνο το πρώτο φιλί, γεμίζουν νοσταλγία.

Κάποια στιγμή η Φωφώ, η γυναίκα του Κλεώ αντιλαμβάνεται ότι κάτι συμβαίνει, έτσι ο Κλεώ εξιστορεί “το αμαρτωλό παρελθόν του” με το “τρίτο πρόσωπο” και της μιλάει για την καθημερινή τηλεφωνική τους επικοινωνία.

Η Φωφώ ώριμη, κουρασμένη από τις ατυχίες και τα βάσανα της ζωής, δέχεται με πολύ κατανόηση όλο αυτό.

Μάλιστα χαίρεται που ο άνθρωπος της έχει να σκεφτεί κάτι διαφορετικό πέρα από τα γεράματα και τις αρρώστιες. Έτσι με τις ευχές της γίνονται και οι τρείς τηλεφωνικοί φίλοι.

Σε ένα νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, όταν μπήκε η μάνα μου για χιλιοστή φορά συναντήθηκαν για πρώτη φορά και γνωρίστηκαν οι δύο γυναίκες. Η Φωφώ πήγε να της δώσει ευχές για περαστικά.

Εκείνη την ημέρα μίλησα και εγώ μαζί της και την ρώτησα: Μήπως είναι ανήθικο; Μήπως είναι ιεροσυλία στην μνήμη του πατέρα μου; Πρέπει να το φέρω βαρέως; Πρέπει να ντρέπομαι; Μου απάντησε όχι και έκλαψε.

Σκέφτηκα ότι μπορεί να είχε και εκείνη μια πρώτη ανεκπλήρωτη αγάπη.
Το καλοκαίρι αφού τους είχε καλέσει στο χωριό, η μάνα μου, ο Κλεώ και η Φωφώ (Μου θυμίζει την ταινία: η Μαρίνα-ο Κλέαρχος και ο κοντός) βρέθηκαν να περάσουν λίγες μέρες μαζί.

Έπιναν καφέ, μαγείρευαν, γελούσαν, πήγαιναν βόλτες με τα μπαστούνια τους, έλεγαν ιστορίες το βράδυ, περνάγανε όμορφα.

Εδώ φτάνουμε στο τέλος της ιστορίας

Η υγεία της γιαγιάς Χρυσούλας χειροτερεύει. Ένα μήνα στο νοσοκομείο. Είναι Χριστούγεννα, την έχω φέρει κοντά μου στην Αθήνα όντας πολύ άρρωστη. Περνούν τρεις μήνες, η κατάσταση της χάλια αλλά όταν μπορεί με τα χίλια ζόρια τον παίρνει τηλέφωνο. Εκείνος δεν έχει όρεξη καθόλου.

Ίσα ίσα που μιλάει, δεν τραγουδά πια, μαραζώνει. Η μάνα μου δυνατή πάντα του δίνει κουράγιο ενώ και εκείνη αργοπεθαίνει.

Είναι αρχές του Απρίλη μέρα Παρασκευή ο Κλεώ πεθαίνει, το λέω στην μάνα μου αλλά εκείνη δεν το ακούει, έχει πέσει σε κώμα. Την Κυριακή χαράματα η Χρυσούλα φεύγει από τη ζωή και το χέρι της δίπλα στο χαρτάκι με το τηλέφωνο του Κλεώ.

Χάθηκαν με δύο μέρες διαφορά, χωρίς όμως να νοιώσει ο ένας για τον άλλο πόνο θανάτου.

Η Φωφώ είπε: Δεν τους ήθελε μαζί η ζωή, αλλά τους ήθελε ο θάνατος!


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ