Την τελευταία εβδομάδα του Σεπτεμβρίου βγήκαν στους κινηματογράφους αξιόλογες ταινίες πρώτης προβολής καλύπτοντας τις απαιτήσεις ακόμη και του πλέον απαιτητικού κοινού.
Η τεράστια αυτή ποικιλία ταινιών αποτελεί μια ευκαιρία για το κοινό να εξερευνήσει διαφορετικές κινηματογραφικές εμπειρίες και να ανακαλύψει κρυμμένα διαμάντια που ενδέχεται να ξεχωρίσουν στις μελλοντικές συζητήσεις.
Ξεχωρίζει το δραματικό και φιλόδοξο για τις υποψηφιότητες των Όσκαρ «Η Παράσταση του Σινγκ Σινγκ» του Γκρεγκ Κουένταρ, ενώ το ενδιαφέρον τους έχουν οι ταινίες «Οι Παρείσακτοι» του Λαντζ Λι και «Ραντεβού με έναν Serial Killer» της Άννα Κέντρικ. Τουλάχιστον αξιοπρόσεκτο και το ελληνικό ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Μπαβέλλα, «Dourgouti Town».
Η Παράσταση του Σινγκ Σινγκ (“Sing Sing”) Δραματική ταινία, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Γκρεγκ Κουένταρ, με τους Κόλμαν Ντομίνγκο, Κλάρενς Μάκλιν, Σον Σαν Χοσέ, Πολ Ράτσι, Σάρον Γουάσινγκτον κα.
Η ταινία, απ’ τις πρώτες προβολές της, απέκτησε τον χαρακτηρισμό «φαβορί» για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Α’ και Β’ Ανδρικού ρόλου, από τους «ειδήμονες» του Χόλιγουντ.
Πράγματι, το φιλμ του σεναριογράφου Γκρεγκ Κουένταρ, διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία που γοητεύουν τα μέλη της Αμερικάνικης Ακαδημίας Κινηματογράφου, θυμίζοντας η θεματολογία του σε μεγάλο βαθμό το «Weeds» του 1987, με τον Νικ Νόλτε, αλλά και ως μία άψογη παραγωγή και του ιδίου πνεύματος το πρόσφατο Οσκαρικό «Πράσινο Βιβλίο».
Δηλαδή, μία ταινία που είναι άψογα κουρδισμένη, με δυνατό σενάριο και εκρηκτικές ερμηνείες, μοιράζει απλόχερα ανθρωπισμό και ελπίδα, σωστές δόσεις συγκίνησης και γέλιου, τον απαραίτητο στοχασμό και το αίσθημα του «να βγαίνεις από το σινεμά καλύτερος άνθρωπος».
Η ταινία, που βασίζεται σε αληθινή ιστορία και διαθέτει ένα καλογραμμένο σενάριο, από τον ίδιο τον Κουένταρ και τον στενό συνεργάτη του, Κλιντ Μπέντλεϊ, θέλει έναν φυλακισμένο, που στα νιάτα του ήταν επίδοξος ηθοποιός και θεατρικός συγγραφέας, με βαριά ποινή στο αυστηρό και περιβόητο σωφρονιστικό ίδρυμα του Σινγκ Σινγκ, να μπαίνει σε ένα πρόγραμμα που θα του μειώσει την ποινή και έχει σχέση με τη θεατρική ομάδα της φυλακής.
Εκεί θα βρει το νόημα της ζωής και την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο.
Το φιλμ, που διανεμήθηκε από την ανεξάρτητη εταιρεία παραγωγής Α24, διατηρεί ψηλά όλα τα στοιχεία που θα γοητέψουν το ευρύ κοινό, αλλά διαθέτει και την απαιτούμενη ψυχή για το βαρύ θέμα της και τη μελετημένη αλληγορία της – το καλό μπορεί να βρίσκεται ακόμη και ανάμεσα στους βαρυποινίτες, τη θέληση για πραγματική αυτοβελτίωση, χωρίς φιοριτούρες και τσιτάτα.
Εξαιρετική είναι και η δουλειά που έχει γίνει στους χαρακτήρες, με την ωμή αυθεντικότητα των βαρυποινιτών, καθώς τα περισσότερα μέλη του καστ είναι πραγματικοί φυλακισμένοι, ενώ και οι Κόλμαν Ντομίνγκο, Κλάρενς Μάκλιν και Πολ Ράτσι δίνουν ένα ρεσιτάλ ερμηνείας, διεκδικώντας ο καθένας μία βόλτα από το κόκκινο χαλί των Όσκαρ.
Έτσι, το φιλμ, που δεν αφήνει έξω από την σκηνοθετική προσέγγιση ορισμένα κλισέ ενός δράματος φυλακής, αλλά με μέτρο και διακριτικά ενταγμένα, θα στηριχθεί στη συγκρατημένα ειλικρινή σχέση μεταξύ των πρωταγωνιστών, σε βάζει για τα καλά και στις παραστατικές τέχνες, μιλά στα καλύτερα ένστικτα του θεατή, δίνοντας, ωστόσο, την αίσθηση ότι στο βάθος της σκέψης των δημιουργών του βρίσκονται οι «εκλέκτορες» των Όσκαρ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Εκτίοντας την ποινή του στο υψίστης ασφαλείας σωφρονιστικό ίδρυμα του Σινγκ Σινγκ για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε, ο Ντιβάιν Τζ. βρίσκει νόημα στη ζωή του μέσα από τη θεατρική ομάδα της φυλακής, όπου συμμετέχει μαζί με άλλους συγκρατούμενούς του.
Οι Παρείσακτοι (“Les Indesirables”) Δραματική ταινία, γαλλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Λαντζ Λι, με τους Αλέξις Μανεντί, Στιβ Τιεντσέ, Άντα Ντιαό, Ζαν Μπαλιμπάρ, Αουρέλια Πετί κα.
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ο Λαντζ Λι πιάνει το νήμα της τελευταίας του ταινίας από τους «Αθλίους» του, που κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες το 2019, χωρίς, ωστόσο, να αποτελεί σίκουελ.
Οι δυο ταινίες συνδέονται θεματικά, με την κατάσταση που επικρατεί στα περιβόητα υποβαθμισμένα προάστια του Παρισιού και την οργή που πλέον πνίγει τον σκηνοθέτη από το Μάλι και ορισμένες φορές «βγάζει μάτι» και περνά μάλλον υπερβολικά και στους «Παρείσακτους».
Εδώ, δεν θα ακολουθήσει τη φόρμα μίας αστυνομικής περιπέτειας, για να αναδείξει τα τεράστια προβλήματα των παρείσακτων, για τη γαλλική αστική κοινωνία και θα στήσει μια δραματική κοινωνική ταινία, με σαφείς πολιτικές στοχεύσεις, αλλά και την άκρατη αγανάκτηση ενός ανθρώπου που γνωρίζει τι σημαίνει να ζεις στα υποβαθμισμένα παρισινά προάστια.
Άλλωστε, το σενάριο γράφτηκε μετά το ξέσπασμα των επεισοδίων που ακολούθησαν τη δολοφονία ενός νεαρού μετανάστη και ο σκηνοθέτης βρήκε την ευκαιρία να αναδείξει τα αίτια που οδήγησαν στη δολοφονία του νεαρού.
Το στόρι συνδέει δυο διαφορετικούς ανθρώπους, που εκφράζουν τις δυο πλευρές της Γαλλίας. Απ’ τη μια ο Πιέρ, που αναλαμβάνει δήμαρχος σε ένα προάστιο του Παρισιού, ένας φιλόδοξος γιατρός, που βλέπει ως εμπόδιο στις φιλοδοξίες του τους μετανάστες και απ’ την άλλη, την Χαμπί, μία νεαρή Γαλλίδα, με καταγωγή από το Μάλι, που αρνείται να δει την οικογένειά της να πετιέται στο δρόμο και επαναστατεί.
Ο Λι ξέρει να σκηνοθετεί σκηνές σπλαχνικής οδύνης και δύναμης και το αποδεικνύει από τα πρώτα του πλάνα.
Έπειτα από το γενικό πλάνο των τεράστιων πολυκατοικιών στα προάστια, θα μας βάλει μέσα σε αυτές, όπου το ασανσέρ δεν λειτουργεί εδώ και χρόνια κι έτσι οι άνδρες αναγκάζονται να μεταφέρουν ένα φέρετρο από τις σκάλες, ενώ τα φώτα του διαδρόμου τρεμοπαίζουν, δημιουργώντας την αίσθηση μιας κατάβασης προς την κόλαση.
Και σχεδόν ταυτόχρονα μέσα στη θλίψη της στιγμής, μία γυναίκα, που θρηνεί, να ρωτά «πως μπορούμε να ζήσουμε και να πεθάνουμε σε ένα μέρος σαν αυτό;».
Ο Λι μας υποδέχεται καταλλήλως στο σκηνικό της ταινίας του, όπως πάντα με μία δόση υπερβολικής δραματικότητας, αλλά πάντα συνεπής προς τις ιδέες του και τις αγωνίες του για έναν κόσμο που κάποιοι θα ήθελαν να εξαλειφθεί.
Από κει και πέρα, μας παρουσιάζει και τα δυο κεντρικά πρόσωπα, τον Πιέρ, ένα διαδεδομένο κοινωνικό φαινόμενο στην εποχή μας, όπου ο ρατσισμός και οι ακροδεξιές απόψεις έρχονται και δένουν με τις ιδεολογίες της αγοράς, της «ανάπτυξης», του πολιτικού αμοραλισμού και της Χαμπί, μιας αγωνίστριας, που βοηθά όπως μπορεί τους φτωχούς συντοπίτες της, όταν δεν εργάζεται στον δήμο.
Η ζωή τους τέμνεται με ολοένα και πιο εκρηκτικούς τρόπους, η ένταση αυξάνεται με επιδεξιότητα, αλλά όταν αρχίζουν οι δυναμικές συγκρούσεις, τα πράγματα να φτάνουν στο όριό τους, ο Λι θα χάσει την προσήλωσή του προς το διακύβευμα και θα απολέσει τη συναρπαστική κινηματογραφική του ματιά, παρασυρμένος από την οργή του και θα πέσει στην παγίδα άστοχων επιλογών κι ενός μελοδραματισμού, που δεν ταιριάζουν με το σινεμά του.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μετά τον ξαφνικό θάνατο του δημάρχου ενός εργατικού προαστείου του Παρισιού, ο Πιερ, ένας νεαρός φιλόδοξος γιατρός, καλείται να τον αντικαταστήσει.
Αυτός σκοπεύει να συνεχίσει την πολιτική του προκατόχου του, με την αξιοποίηση της περιοχής, αλλά θεωρεί εμπόδιο τους κατοίκους και ειδικά τους μετανάστες.
Η Χαμπί, μια νεαρή Γαλλίδα, με καταγωγή από το Μάλι που ζει σε ένα κτηριακό συγκρότημα του προαστίου, αρνείται να δει την οικογένεια της να διώχνεται από τη γειτονιά που μεγάλωσε και θα επαναστατήσει.
Ραντεβού με έναν Serial Killer (“Woman of the Hour”) Θρίλερ, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Άννα Κέντρικ, με τους Ντάνιελ Ζοβάτο, Άννα Κέντρικ, Τόνι Χέιλ, Νικολέτ Ρόμπινσο, Πιτ Χολμς, Καθρίν Γκάλαχερ, Κέλλι Τζακλ κα.
Η ηθοποιός Άννα Κέντρικ, που κατέκτησε την καταξίωση τα τελευταία χρόνια, τώρα κάθεται για πρώτη φορά και στην πολυθρόνα του σκηνοθέτη, κρατώντας συνάμα και τον πρωταγωνιστικό ρόλο, σε ένα δυνατό θρίλερ, που είχε περιπέτειες μέχρι να βρει διανομή.
Το φιλμ μάς πάει στη δεκαετία του ‘70 και αφού μας βάζει στο εκτυφλωτικό σύμπαν των τηλεοπτικών σόου και τις συνέπειες της επιδερμικής προσέγγισης τους για τα πάντα, θα μας βάλει στον τρόμο, όταν μία μοναχική γυναίκα θα βρεθεί με έναν γοητευτικό και ευγενικό νέο μόνη χωρίς να τον γνωρίζει.
Το στόρι, που βασίζεται σε αληθινά περιστατικά, ξεκινά με την Τσέριλ Μπράντσοου που αποφασίζει το 1978 να δοκιμάσει την τύχη της για καμιά γνωριμία λαμβάνοντας μέρος στο τηλεοπτικό σόου «Ραντεβού στα τυφλά».
Αυτό, όμως, που δεν γνωρίζει κανένας στο πλατό είναι ότι ο τρίτος από τους υποψήφιους νέους έχει ήδη δολοφονήσει πέντε γυναίκες και βεβαίως η Τσέριλ, η οποία θα τον επιλέξει, θα ζήσει έναν εφιάλτη.
Η Κέντρικ, θα ριχθεί στα βαθιά κάνοντας χρονικά άλματα και αλλαγές προοπτικής για να δημιουργήσει ένα ιμπρεσιονιστικό πορτρέτο φόνων, καθώς μας πάει πίσω στην ιστορία, όταν ο ψυχοπαθής δολοφόνος, ένας φωτογράφος, ενθαρρύνει μια γυναίκα να χαλαρώσει και να μοιραστεί μαζί του λεπτομέρειες από την προσωπική ζωή της και σε μια φωτογράφηση, σε μια απομακρυσμένη περιοχή, το φλερτ, τα αστεία και τα χάδια του θα εξελιχθούν σε μια μέγγενη στο λαιμό του υποψηφίου θύματος, που προσπαθεί μάταια να του ξεφύγει.
Η απεικόνιση των δολοφονιών του θα έχουν το ίδιο μοτίβο, τονίζοντας τη βαρβαρότητα του εγκλήματος, αλλά και δημιουργώντας μία αίσθηση επανάληψης, που μάλλον είναι αχρείαστη.
Η ηθοποιός και νεόκοπη σκηνοθέτιδα, παρά τις κάποιες αστοχίες της, θα καταφέρει πάντως να δημιουργήσει ένα κλίμα ανησυχίας και να τονώσει το σασπένς, να μας βάλει στην εποχή της δεκαετίας του ‘70 και να αναδείξει τον μισογυνισμό και σεξισμό που επικρατούσε ειδικά εκείνη την εποχή.
Ο Ντάνιελ Ζοβάτο είναι απόλυτα πειστικός στον ρόλο του, με τη μεταμόρφωσή του από έναν γοητευτικό και καλοβαλμένο νέο σε έναν ψυχοπαθή τρομαχτικό δολοφόνο, ενώ η Άννα Κέντρικ, χειρίζεται επαρκώς τον χαρακτήρα της και για μια ακόμη φορά είναι μία εύθραυστη νέα γυναίκα, ένα υποψήφιο θύμα που θα πρέπει να γυρίσει το παιχνίδι…
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Σέριλ πηγαίνει στο αμερικανικό τηλεοπτικό σόου «Ραντεβού στα Τυφλά» και από τους τρεις διαγωνιζόμενους εργένηδες, επιλέγει τον Ρόντνεϊ, αγνοώντας ότι πίσω από το ευγενικό παρουσιαστικό του κρύβεται ένας serial killer.
Κόκκινο Νησί (“L’Ile Rouge”) Δραματική ταινία, γαλλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Ρομπέν Καμπιγιό, με τους Κιμ Γκουτιέρεθ, Νάντια Τερεσκίεβιτς, Σοφί Γκιγιεμίν, Τζουλί Μουλιέ, Νταβίντ Σερέρο κα.
Ο Ρομπέν Καμπιγιό, εμπνευσμένος από τα παιδικά του βιώματα θα αφηγηθεί μία όχι και πολύ γνωστή ιστορία, που σηματοδοτεί το τέλος της αποικιακής γαλλικής αυτοκρατορίας και το τέλος των ψευδαισθήσεων.
Ο Καμπιγιό, γεννημένος στο Μαρόκο, θα μεταφέρει την αίσθηση των παιδικών του χρόνων στη Μαδαγασκάρη, με μία νοσταλγική ματιά για τη δεκαετία του ‘70, ενώ θα αντιπαραβάλει τη μαγεία της αφρικανικής νησιωτικής χώρας με το ανάλγητο πρόσωπο της αποικιοκρατίας.
Στη Μαδαγασκάρη της δεκαετίας του ‘70, ένα δεκάχρονο αγόρι που λατρεύει τα κόμικς και προσπαθεί να αφομοιώσει στη ζωή του τον τροπικό παράδεισο, την ανέγγιχτη φύση.
Η ζωηρή φαντασία του φουντώνει από τα ερεθίσματα που δέχεται από την απλότητα των ντόπιων και της ζωής, αλλά σύντομα θα έρθει αντιμέτωπο με τον κόσμο των μεγάλων και τις πρώτες ρωγμές στην ιδανική εικόνα που έχει πλάσει γι’ αυτόν ο περίγυρος.
Ο Καμπιγιό, χωρίς να βρίσκεται στη φόρμα του «120 Χτύποι το Λεπτό» (Μέγα Βραβείο στις Κάννες), επιστρέφει έξι χρόνια μετά, αρκετά πιο συμβατικός, προτάσσοντας το αφρικανικό φολκλόρ, τα χαριτωμένα κόμικς και το παιδικό βλέμμα, μέσα από έναν διάλογο μεταξύ της σκληρής ιστορίας ενός νησιού που ζει υπό την καταπίεση των Γάλλων και ενός παιδιού, που πρέπει να ενηλικιωθεί γρηγορότερα από την ηλικία του.
Επηρεασμένος από τη δική του παιδική ηλικία στο Μαρόκο – ακόμη μία γαλλική αποικία, εκείνων των εποχών, θα επαναφέρει στη μνήμη το τέλος της αποικιοκρατίας και τα δύσκολα χρόνια της ανεξαρτησίας των χωρών αυτών, συγχέοντας την παιδική φαντασία με την πραγματικότητα της αφρικανικής χώρας, αφήνοντας αρκετά ερωτήματα για το τι πραγματικά συνέβη.
Η παιδικότητα της ταινίας κυριαρχεί και υποστηρίζεται ανεπαίσθητα από κάποιες εμβόλιμες σουρεαλιστικές σκηνές και μια ποιητική αίσθηση, αλλά συνολικά η προσπάθεια φαντάζει περισσότερο ως ένα ανολοκλήρωτο μοντάζ προθέσεων.
Το καστ υποστηρίζει το πνεύμα και το κλίμα της εποχής, δείχνει την επάρκειά του, ενώ ο μικρός Σαρλί Βοσέλ, στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση ξεκλέβει τη ματιά.