Μπορείς να φανταστείς έναν κόσμο στον οποίο δεν έχεις τη δυνατότητα να ανοίξεις έναν λογαριασμό τραπέζης στο ονομά σου; Όπου το βιολογικό σου φύλο είναι ένα βασικό κριτήριο, το οποίο μπορεί να σαμποτάρει την καριέρα που ονειρεύεσαι ή την εισοδό σου, στο Πανεπιστήμιο που ιδανικά θα ήθελες να παρακολουθήσεις; Κι όμως, αν όλα τα παραπάνω σε παραπέμπουν σε σενάριο ταινίας επιστημονικής φαντασίας, σε πληροφορώ πως δεν πάει ούτε μόλις ένας αιώνας από όταν οι γυναίκες ζούσαν σε μία πραγματικότητα που τους απαγόρευε πολλά από αυτά που εμείς σήμερα θεωρούμε κάτι παραπάνω από αυτονόητα και δεδομένα. Όσες μάλιστα έχουν διαβεί το κατώφλι των 45, είχαν την τύχη και την ατυχία να γεννηθούν σε ένα τέτοιο περίεργο «καθεστώς».
Πίσω στο 1961, όταν ο πρόεδρος John F. Kennedy ίδρυσε την Επιτροπή για το Καθεστώς των Γυναικών, διορίζοντας την Eleanor Roosevelt ως πρόεδρο της επιτροπής, είχε αναφέρει χαρακτηριστικά σε μία τηλεοπτική του εμφάνιση με παρουσία της τελευταίας: «Θέλουμε να είμαστε σίγουροι πως οι γυναίκες θα έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν το καλύτερο στην ανθρωπότητα, έχοντας πάντα ως πρωταρχική ευθύνη το νοικοκυριό τους». Το οποίο πρόκειται για ένα αρκετά διφορούμενο μήνυμα το οποίο προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα και κάποιος λίγο πιο καχύποπτος θα απέδιδε σε ελεύθερη μετάφραση «Μορφωθείτε. Διεκδικήστε. Αλλάξτε τον κόσμο. Αφού όμως πρώτα φέρετε στον άντρα σας τις παντόφλες και θέσετε τις ανάγκες του πριν από τις δικές σας».
Από τότε ευτυχώς, έχουν αλλάξει πολλά. Μπορεί ακόμη να μην έχουμε «κατακτήσει» όλα όσα χρειάζονται για να μπορούμε να συζητάμε -όντως- για ισότητα φύλων, καλό είναι όμως να κοιτάμε προς τα πίσω, να θυμόμαστε πως και πόσα πολλά έχουν κερδηθεί και να προχωράμε μπροστά. Ακριβώς για αυτό, παρακάτω υπάρχει μία λίστα με τα έξι πιο… αυτονόητα πράγματα, τα οποία μία γυναίκα δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει πίσω στα -όχι και τόσο μακρινά- 60’s.
Να «ανοίξουν» λογαριασμό τραπέζης
Κι όμως, μέχρι τη δεκαετία του 1960, ήταν στην απόλυτη ευχέρεια μίας τράπεζας να αρνηθεί την έκδοση λογαριασμού σε μία γυναίκα η οποία ήταν άγαμη, αφού χωρίς την εγγύηση και την παρουσία συζύγου δεν είχε τη δυνατότητα να το κάνει. Ωστόσο, μέχρι και τη δεκαετία του ‘70 λίγες ήταν εκείνες που με την υπογραφή του συζύγου τους είχαν καταφέρει να αποκτήσουν το δικό τους λογαριασμό. Το 1974 όλο αυτό το ανορθόδοξο σύστημα ανατράπηκε μετά την ψήφιση του Equal Credit Opportunity Act, δηλαδή του νόμου περί ίσων πιστωτικών ευκαιριών, ο οποίος καθιστούσε παράνομο να αρνηθεί μία τράπεζα την έκδοση τραπεζικού λογαριασμού στο όνομα κάποιου, εξαιτίας του φύλου του.
Να υπηρετήσουν ένα σώμα ενόρκων
Εδώ πρόκειται για μία ιδιόμορφη περίπτωση έμφυλης διάκρισης καθώς, το να υπηρετήσει μία γυναίκα σε ένα σώμα ενόρκων, ήταν μία κατάσταση που διέφερε μέχρι το 1960 από χώρα σε χώρα. Η πολιτεία της Utah για παράδειγμα, επέτρεπε στις γυναίκες να συμμετέχουν σε δίκες ως ένορκοι ήδη από το 1879. Ο βασικός λόγος για τον οποίο οι γυναίκες έμειναν για πολλά χρόνια «εκτός», ήταν το γεγονός πως σύμφωνα με την κοινή λογική, έπρεπε να βρίσκονται απαραίτητα στο σπίτι, ενώ θεωρούνταν ιδιαίτερα «εύθραυστες» για τις στυγερές περιγραφές των εγκλημάτων που ακούγονταν συνήθως στα δικαστήρια. Επιπλέον, η τρυφερή και ευαίσθητη φύση τους, ήταν ένας λόγος που τις καθιστούσε ανίκανες να πάρουν μία αντικειμενική απόφαση απέναντι σε ένα αδίκημα. Το 1961 λοιπόν, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ μέσω ενός νομού που ψηφίστηκε ομόφωνα, απέκλεισε τις γυναίκες κάθε πολιτείας από τις επιτροπές ενόρκων, κατοχυρώνοντας και νομικά πλέον μία από τις πιο σεξιστικές αποφάσεις που έχουν παρθεί ποτέ από καταβολής κόσμου, μέχρι και το 1973.
Να λάβουν αντισυλληπτικά
Πίσω στο 1957, η FDA (Food and Drug Administration) αποφασίζει πως τα αντισυλληπτικά χάπια θα χορηγούνται μόνο σε γυναίκες οι οποίες αντιμετωπίζουν σοβαρά συμπτώματα δυσμηνόρροιας, ενώ τρία χρόνια μετά, κατοχυρώνεται και η χρήση του ως μέσω αποφυγής κάποιας πιθανής κύησης. Παρόλα αυτά, ακόμη και τότε συνέχιζε να παραμένει παράνομο σε αρκετά μέρη του κόσμου, ήταν εξαιρετικά δυσεύρετο και η συνταγογραφησή του γινόταν μόνο σε έγγαμες γυναίκες με σκοπό τον βέλτιστο οικογενειακό… προγραμματισμό. Οι ορκισμένοι πολέμιοι των αντισυλληπτικών, κατάφεραν μέσω του δημόσιου διαλόγου να δημιουργήσουν μία τρομολαγνεία που συνέδεσε το χάπι με την ανηθικότητα και την πορνεία, γεγονός που δεν μπορεί παρά να μας βάλει σε σκέψεις για το πόσο επικίνδυνη μπορεί να ήταν τότε μία τέτοια πρακτική. Ευτυχώς, λίγα χρόνια αργότερα τα αντισυλληπτικά εγκρίθηκαν ως μέθοδος αντισύλληψης ανεξάρτητα από την οικογενειακή κατάσταση μίας γυναίκας, επιτρέποντάς της επιτέλους να έχει «λόγο» στο ίδιο της το σώμα και τη ζωή της.
Να εισαχθούν στα Πανεπιστήμια που ονειρεύονται
Μερικοί από τους παγκόσμιους κολοσσούς της εκπαίδευσης, όπως το Yale και το Princeton, δεν δέχονταν φοιτήτριες μέχρι το 1969. Το ίδιο ισχύει και για το Harvard, το οποίο ακολούθησε λίγο αργότερα, το 1977 συγκεκριμένα, έπειτα από τη συγχώνευσή του με το γυναικείο κολλέγιο Radcliffe. Με εξαίρεση το University of Pennsylvania, το οποίο άρχισε να δέχεται γυναίκες κατά περίπτωση από το 1876, και το Cornell, το οποίο έκανε δεκτή την πρώτη φοιτήτρια το 1870 και υπό ειδικές περιστάσεις, τα Πανεπιστήμια τα οποία ήταν μέλη της αθλητικής ένωσης Ivy League δεν έκαναν δεκτές τις γυναίκες μέχρι και το 1969. Το Brown το οποίο μετέπειτα συγχωνεύτηκε με το γυναικείο Pembroke, το Dartmouth και το Columbia, άρχισαν να δέχονται φοιτήτριες από το 1971, 1972 και 1981 αντίστοιχα.
Να μιλήσουν ανοιχτά για το σεξ
Κι όμως, μέχρι το 1962 που η Αμερικανίδα συγγραφέας -και επί 32 χρόνια αρχισυντάκτρια του Αμερικανικού Cosmopolitan- Helen Gurley Brown (η γυναίκα που σημειώνει στη φωτογραφία που ακολουθεί) αποφασίζει να εκδώσει το γυναικείο «μανιφέστο» της εποχής «Sex and The Single Girl», ήταν αδιανόητο για μία γυναίκα να εκφράζεται ανοιχτά και δημόσια για ένα θέμα τόσο ταμπού, όσο το σεξ ή η γυναικεία σεξουαλικότητα. Το συγκεκριμένο βιβλίο αυτοβοήθειας, είχε τη μορφή κάποιου είδους manual, στο οποίο η Brown ενθάρρυνε τις γυναίκες να αγαπήσουν τον εαυτό τους, να χειραφετηθούν οικονομικά, να ζουν απαλλαγμένες από στερεότυπα, να έχουν σεξουαλική ελευθερία, με ή χωρίς γάμο. Διαβάζοντας σήμερα το «Sex and The Single Girl», ίσως διακρίνουμε κάποια ελαφρώς μελανά και παρωχημένα σημεία, κανένας όμως δεν μπορεί να αρνηθεί πως για την εποχή που γράφτηκε ήταν εξίσου ρηξικέλευθο, προκλητικό και απελευθερωμένο με το «Ο εραστής της Λαίδη Τσάτερλυ» του David Herbert Lawrence.
Να προχωρήσουν σε νόμιμη άμβλωση
Πριν την υπόθεση «Roe v. Wade», οι γυναίκες δεν είχαν το δικαίωμα να προχωρήσουν σε νόμιμη άμβλωση κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της εγκυμοσύνης τους και αυτό ίσχυε μέχρι και το 1973 που «ξέσπασε» η κόντρα. Πιο συγκεκριμένα, η 21χρονη τότε Norma McCorvey (την οποία μπορείς να δεις σε μεγαλύτερη ηλικία στο αριστερό μέρος της φωτογραφίας που ακολουθεί), ανακαλύπτει πως είναι έγκυος στο τρίτο παιδί της. Επιστρέφοντας στο Ντάλας, ο φίλος της την προτρέπει να ισχυριστεί ψευδώς πως έχει βιαστεί, ώστε να μπορέσει να πραγματοποιήσει την άμβλωση καθώς ο νόμος του Τέξας επέτρεπε μόνο έπειτα από βιασμό ή αιμομιξία τις αμβλώσεις. Το σχέδιο του φίλου της McCorvey απέτυχε καθώς δεν υπήρχε κάποιο αστυνομικό έγγραφο να τεκμηριώνει τον υποτιθέμενο βιασμό της. Ωστόσο, επέτρεπε την άμβλωση σε περίπτωση που η εγκυμοσύνη έθετε σε κίνδυνο τη ζωή της μητέρας, κάτι το οποίο δεν ίσχυε στη δεδομένη περίπτωση. Έπειτα από μία αποτυχημένη και παράνομη προσπάθεια να τερματίσει την εγκυμοσύνη, η McCorvey το 1970 καταθέτει αγωγή κατά της πολιτείας του Τέξας με το ψευδώνυμο Jane Roe, καταγγέλλοντας πως ο νόμος του Τέξας που ποινικοποιεί την άμβλωση είναι αόριστος και αντισυνταγματικός, καθώς παραβιάζει το συνταγματικό δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής της ζωής (right to privacy). Η πολιτεία με εκπρόσωπο τον Henry Wade έχασε τη δίκη, αφού επτά δικαστές έναντι δύο αναγνώρισαν το δικαίωμα στην άμβλωση ως ένα θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα.