Ο Ξέρξης είδε τρία όνειρα, τα οποία δεν του υποσχέθηκαν τίποτα, ούτε νίκη, ούτε δόξα, μόνο τον ‘υποχρέωναν’ να εκστρατεύσει εναντίον των ελληνικών πόλεων και αυτός, έρμαιο της μοίρας, υπάκουσε, ψάχνοντας μάταια για εξηγήσεις. Αυτές όμως δεν ήρθαν ούτε όταν είδε τον στόλο του να βυθίζεται στη Σαλαμίνα, ούτε όταν είδε τον στρατό του να αποδεκατίζεται στις Πλαταιές. Έτσι, το μόνο που απέμεινε απ’ αυτά είναι η αίσθηση ότι διαμόρφωσαν τον κόσμο όπως τον ξέρουμε σήμερα, δύσκολα θα μπορούσαμε να φανταστούμε την παγκόσμια ιστορία χωρίς τους Περσικούς πολέμους.
Ποια ήταν όμως αυτά τα τρία όνειρα;
Το πρώτο ανεξήγητο όνειρο που είδε ο Ξέρξης ήρθε αμέσως μετά το συμβούλιο που είχε συγκαλέσει, προκειμένου να ανακοινώσει τα τελικά του σχέδια στους πιο επιφανείς των Περσών για την εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδας. Είχε οδηγήσει με επιτυχία τον στρατό του εναντίον των Αιγυπτίων, τους είχε υποδουλώσει και τώρα ετοιμαζόταν να πάρει εκδίκηση για την ήττα στον Μαραθώνα, μία ήττα που είχε στοιχίσει πολύ στον Δαρείο, τον νεκρό πια πατέρα του. Η απόφασή του να πολεμήσει ξανά με τους Έλληνες ήταν πια ειλημμένη.
Ο αδερφός του πατέρα του όμως, ο Αρτάβανος, τού εναντιώθηκε μπροστά σε όλο το συμβούλιο, προτρέποντας τον να μην εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας, για να πάρει την οργισμένη και απαξιωτική απάντηση: “Αρτάβανε, είσαι αδερφός του πατέρα μου· αυτό θα σε γλιτώσει από τον κίνδυνο να πληρώσεις όπως σου άξιζε για τα χαμένα λόγια σου. Και σε στιγματίζω μ᾽ αυτή την προσβολή, για τη δειλία και τη γκρίνια σου· δε θα σε πάρω μαζί μου στην εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας και θα μείνεις εδώ, μαζί με τις γυναίκες· κι εγώ, τα όσα είπα θα τα εκτελέσω και χωρίς εσένα”.
Φαίνεται όμως ότι τα λόγια του θείου του, τον επηρέασαν βαθιά και το ίδιο βράδυ, λίγο πριν κοιμηθεί, είχε ήδη αλλάξει γνώμη, είχε αποφασίσει να μην εκστρατεύσει εναντίον των Ελλήνων.
Διαβάζουμε στον Ηρόδοτο:
“Και καθώς το γυρόφερνε, τη νύχτα, στο μυαλό του, όλο και συνειδητοποιούσε πως δεν είναι για το καλό του η εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας. Κι όταν κατέληξε σ’ αυτή την αντίθετη απόφαση, τον πήρε ο ύπνος· και τότε, σε κάποια ώρα της νύχτας, είδε ένα όνειρο τέτοιας λογής, όπως διηγούνται οι Πέρσες· φάνηκε στον Ξέρξη πως ένας ψηλός κι όμορφος άντρας στάθηκε πάνω απ᾽ το κεφάλι του και του είπε: “Βασιλιά των Περσών, αλλάζεις απόφαση, να μη οδηγήσεις το στρατό σου εναντίον της Ελλάδας, μολονότι έχεις παραγγείλει στους Πέρσες να συγκεντρώσουν στρατό; Λοιπόν, δεν κάνεις καλά που αλλάζεις απόφαση κι ούτε βρίσκεται άνθρωπος που θα συμφωνήσει μαζί σου· τώρα ακολούθησε το δρόμο που σου δείχνει η απόφαση που πήρες την ημέρα”. Λοιπόν φάνηκε του Ξέρξη πως αυτός, αφού είπε αυτά, απομακρύνθηκε πετώντας”…
Το πρωί δεν έδωσε καμιά σημασία στο όνειρο. Ανακοίνωσε τη νέα του απόφαση στους Πέρσες -ο πόλεμος δεν θα γίνει- κι εκείνοι -όπως διαβάζουμε- “χάρηκαν πολύ και τον προσκύνησαν”, όπως δηλαδή θα έκαναν ό, τι και αν τους έλεγε. Ήταν ο Μεγάλος Βασιλέας, το μόνο που είχαν να του προσφέρουν ήταν η κολακεία και η υπακοή τους.
Η νύχτα όμως ήρθε ξανά κι έφερε μαζί της κι ένα δεύτερο ανεξήγητο όνειρο, μία συνέχεια θα λέγαμε του προηγούμενου, που αυτήν τη φορά επρόκειτο να τον αναστατώσει.
“…Γιε του Δαρείου”, του είπε ο ίδιος άγνωστος άντρας, “φανερά τώρα πια μπροστά στους Πέρσες αποκήρυξες την εκστρατεία και δεν έδωσες καμιά σημασία στα λόγια μου, σαν να ειπώθηκαν από κάποιον παρακατιανό; Βάλ’ το λοιπόν καλά στο νου σου, αν δεν εκστρατεύσεις αμέσως, νά πού θα καταλήξει αυτή η υπόθεση: όπως μέσα σε λίγο καιρό έγινες μέγας και πολύς, γρήγορα θα γίνεις πάλι ταπεινός”.
Αυτή τη φορά ο Ξέρξης πετάχτηκε τρομαγμένος απ’ το βασιλικό κρεβάτι και με φωνές έστειλε τον υπηρέτη του να φέρει γρήγορα στο δωμάτιο του τον Αρτάβανο. Λίγη ώρα αργότερα θα του πει ότι, ενώ άκουσε τη συμβουλή του και δεν θα ξεκινούσε να κατακτήσει τις ελληνικές πόλεις, ωστόσο ένα ‘φάντασμα’ δεν τον άφηνε ήσυχο.
“Θέλω λοιπόν να το κάνω”, του είπε, “αλλά δεν μπορώ· γιατί, από την ώρα που άλλαξα γνώμη και απόφαση, ένα φάντασμα έρχεται και ξανάρχεται στα όνειρά μου, που κάθε άλλο παρά επιδοκιμάζει αυτή μου την απόφαση· μάλιστα τώρα δα αποσύρθηκε, αφού με κατατρόμαξε με απειλές. Αν λοιπόν θεός είναι που μου το στέλνει και μόνο κάνοντας εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας τον κάνουμε να νιώθει ευχαριστημένος, το ίδιο ετούτο όνειρο θα έρθει πετώντας και σε σένα με τις ίδιες εντολές που έδωσε και σ’ εμένα”.
Πώς όμως θα έκαναν το ίδιο “φάντασμα” να εμφανιστεί και στον θείο του, προκειμένου να δουν τι εντολές θα έδινε και σε εκείνον;
Τότε, λοιπόν, ο Ξέρξης σκέφτηκε το εξής -αφελές- τέχνασμα. Ο Αρτάβανος θα παρίστανε τον Πέρση βασιλιά, θα φορούσε τα βασιλικά άμφια, το στέμμα και όλα τα εμβλήματα του Ξέρξη και αφού θα καθόταν για λίγη ώρα στον θρόνο, στη συνέχεια θα πήγαινε στο βασιλικό κρεββάτι για να κοιμηθεί. Θα ζούσε σαν Ξέρξης δηλαδή για μία νύχτα.
Ο Αρτάβανος αρχικά αρνήθηκε, λέγοντας ότι δεν είναι άξιος να κάτσει ούτε για λίγο στον βασιλικό θρόνο, προφανώς για να τον κολακεύσει, καταλαβαίνοντας πόσο κοντά έφτασε στο να χάσει το κεφάλι του την πρώτη φορά που του αντιμίλησε . Στη συνέχεια βέβαια υπάκουσε.
Και τότε συνέβη κάτι παράξενο, όπως μας διηγείται πάλι ο Ηρόδοτος:
“… την ώρα που τον είχε πάρει ο ύπνος, στάθηκε πάνω απ᾽ το κεφάλι του Αρταβάνου το ίδιο όνειρο που ερχόταν και ξαναρχόταν στον Ξέρξη και νά τί του είπε: “Εσύ είσαι λοιπόν εκείνος που βάλθηκες να αποτρέψεις τον Ξέρξη από την εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας — τάχα μου από έγνοια γι᾽ αυτόν; αλλά ούτε στο μέλλον ούτε τώρα, στο παρόν, θα μείνεις ατιμώρητος φέρνοντας εμπόδια σ’ ό,τι είναι γραμμένο να γίνει· κι όσο για το τί θα πάθει οπωσδήποτε ο Ξέρξης, αν με παρακούσει, έχει δηλωθεί σ᾽ αυτόν τον ίδιο”. Ο Αρτάβανος λοιπόν αυτές τις απειλές είδε να του απευθύνει στ’ όνειρό του το φάντασμα και πως ήταν έτοιμο να του κάψει τα μάτια με πυρωμένα σίδερα. Κι έβγαλε μεγάλη κραυγή, πετάχτηκε απ᾽ το κρεβάτι και πήγε και κάθισε κοντά στον Ξέρξη”…
Ο Ξέρξης μπροστά στον Ελλήσποντο.
Από ό, τι φαίνεται δηλαδή το ‘κόλπο’ δεν πολυέπιασε, ο άγνωστος θεός(;) του ονείρου κατάλαβε την απάτη και τρομοκράτησε και στον Αρτάβανο, ο οποίος θα πει στον Ξέρξη ότι τελικά καλά θα κάνει να ξεκινήσει αυτή την εκστρατεία. Μία εκστρατεία που όπως ξέρουμε σήμερα, οδήγησε στην ταπείνωσή του:
“Επειδή όμως μας σπρώχνει μια θεϊκή δύναμη, κι απ᾽ ό,τι φαίνεται, τους Έλληνες τους περιμένει μια θεόσταλτη καταστροφή, λοιπόν κι εγώ από μόνος μου αλλάζω γνώμη κι απόφαση”, θα του πει ο Αρτάβανος. “Κι απ᾽ τη μεριά σου, ανακοίνωσε στους Πέρσες τις εντολές που στέλνει ο θεός και δώσε διαταγή να εκτελέσουν τις παραγγελίες που τους έχεις δώσει πρωτύτερα κι ενέργησε με τρόπο που, όσο ο θεός σού τα φέρνει δεξιά, σ᾽ ό,τι εξαρτάται από σένα να μην υπάρξει καμιά παράλειψη”. Ύστερα απ’ αυτήν τη συνομιλία τους, μόλις φώτισε η μέρα, έτσι που τους ξεσήκωσε το όνειρο, αμέσως κι ο Ξέρξης κοινολόγησε αυτά στους Πέρσες, κι ο Αρτάβανος, που ως εκείνη τη στιγμή ήταν ο μόνος που δημόσια ενεργούσε για τη ματαίωση της εκστρατείας, τότε φανερά ενεργούσε για την επίσπευσή της”.
Στον τίτλο όμως μιλάμε για τρία όνειρα και εδώ έχουμε δύο του Ξέρξη, δεν μετράται φυσικά το όνειρο του θείου του. Το τρίτο όνειρο του Ξέρξη ήρθε στη συνέχεια και ήταν αυτό που χρειαζόταν για να πειστεί μία και καλή:
“Κι όταν ύστερ᾽ απ᾽ αυτά ο Ξέρξης σπρώχθηκε στην απόφαση να εκστρατεύσει, του παρουσιάστηκε στον ύπνο του τρίτο όνειρο, που όταν το άκουσαν οι μάγοι έδωσαν την εξήγηση πως είχε να κάνει μ᾽ όλη την οικουμένη και πως όλος ο κόσμος θα υποδουλωθεί σ᾽ αυτόν. Νά ποιό ήταν το όνειρο· του φάνηκε του Ξέρξη πως φόρεσε στεφάνι από φουντωμένο κλωνάρι ελιάς, και πως ολόκληρη η γη σκεπάστηκε με τους κλάδους της ελιάς, κι ύστερα πως το στεφάνι που φορούσε στο κεφάλι του εξαφανίστηκε. Κι όταν οι μάγοι έδωσαν αυτή την εξήγηση, αμέσως καθένας από τους Πέρσες που πήραν μέρος στη σύναξη, χωρίς να χάσει στιγμή, γύρισε στην επικράτειά του και βάλθηκε με ζήλο μεγάλο να εκτελέσει τις παραγγελίες, θέλοντας ο καθένας τους να είναι αυτός που θα πάρει τα δώρα που είχαν οριστεί. Κι έτσι ο Ξέρξης κήρυξε επιστράτευση, στρατολογώντας από κάθε περιοχή της Ασίας.”
Ο τάφος του Ξέρξη πιστεύεται ότι βρίσκεται στην Περσέπολη, χτισμένος μέσα σ’ αυτόν τον βράχο που σώζεται μέχρι σήμερα.
Η εγκυρότητα αυτών των αφηγήσεων προφανώς και αμφισβητείται, όπως αμφισβητείται και η εγκυρότητα πολλών άλλων σημείων απ’ την ιστορία του Ηρόδοτου (ο Ντέηβιντ Χιουμ πίστευε ότι “η πρώτη σελίδα του Θουκυδίδη είναι η αρχή της πραγματικής Ιστορίας. Όλες οι προηγούμενες αφηγήσεις είναι τόσο πολύ μπερδεμένους με μύθους, που οι φιλόσοφοι θα ήταν καλύτερο να τις αφήσουν για τους ποιητές και τους ρήτορες”).
Ωστόσο, αν κάποιος προσπαθούσε να δει πίσω από αυτές τις αφηγήσεις, θα έλεγε ότι εδώ ο Ξέρξης εμφανίζεται ως ακόμη ένα πιόνι της μοίρας, υπάκουο και άβουλο, παρά τα βασιλικά του άμφια που θα έπρεπε να τον ξεχωρίζουν απ’ τους κοινους θνητούς. Και κατ’ επέκταση, ένα ακόμη πιόνι της ιστορίας, ένας παρατηρητής που απλώς παρακολουθεί την αναπότρεπτη πορεία των πραγματών, όπως οι ήρωες του Τολστόι στον ‘Πόλεμο και Ειρήνη’, είτε επρόκειτο για ταπεινούς μουζίκους, είτε για τον ίδιο τον Ναπολέοντα.
Ο θεός δεν αποκαλύπτει ποτέ το πρόσωπό του και ούτε κατά τη διάρκεια του ονείρου του υπόσχεται ότι θα νικήσει τον πόλεμο. Αυτό είναι ίσως και το πιο παράξενο. Τον αναγκάζει να πολεμήσει, χωρίς να του υπόσχεται τίποτα. Ο Ξέρξης πρέπει να εκστρατεύσει εναντίον των Ελλήνων, θέλει δεν θέλει, γιατί αυτό προστάζει η θέληση των θεών(;) και αυτός δεν έχει άλλη επιλογή παρά να υπακούσει. Θυμίζει αρχαία τραγωδία, όλοι οι άνθρωποι, δούλοι και βασιλιάδες, είναι υπόλογοι σε ένα ανώτερο θεϊκό νόμο, απ’ τον οποίο δεν ξεφεύγει κανένας.
Ξεπλένει δηλαδή ο Ηρόδοτος τον Ξέρξη; Ισχυρίζεται ότι αυτός δεν φταίει για τίποτα; Θα ήταν πολύ τραβηγμένη μία τέτοια άποψη, πιο πολύ θα ταίριαζε στους όρους που χρησιμοποιούμε κατά τις σημερινές πολιτικές αντιπαραθέσεις, παρά στην μελέτη της αρχαιότητας.
Θα μπορούσαν αυτά τα τρία όνειρα να είναι κομμάτια απ’ την αρχαιότερη σωζόμενη τραγωδία, η οποία, μάντεψε, δεν είναι άλλη από τους ‘Πέρσες’ του Αισχύλου, αλλά δεν είναι. Είναι κομμάτια καταγεγραμμένα απ’ τον πρώτο άνθρωπο που του αποδόθηκε ποτέ η ιδιότητα του ιστορικού. Και προκαλούν ατελείωτες συζητήσεις μέχρι και σήμερα.