Όταν ξεκινάς να πας σε ταβέρνα είσαι ευτυχισμένος. Θεωρείς ότι τίποτα δεν μπορεί να σου χαλάσει την όρεξη και το κέφι.
Έχεις το ίδιο ακριβώς συναίσθημα που είχες μικρός όταν σε πήγαιναν οι γονείς σου στο λούνα παρκ.
Υπάρχουν όμως φορές που διαψεύδεσαι. Που τελικά κάτι -ή μάλλον κάποιοι- προκύπτουν και κάνουν ό,τι μπορούν για να σου τη σπάσουν.
Είναι οι τύποι που κανείς δεν θέλει να κάτσουν δίπλα τους στο τραπέζι.
Εκείνοι που λες και είναι βαλτοί για να μη χαρείς το τσιμπούσι.
Όπως, για παράδειγμα, οι παρακάτω 5 σπαστικοί τύποι που δεν αντέχεις δίπλα σου στην ταβέρνα:
Αυτός που μασουλάει με ανοιχτό το στόμα
Σύμφωνοι, όταν πας σε ταβέρνα η βασική αίσθηση που θες να ικανοποιήσεις είναι η γεύση. Είναι αδύνατον όμως να το καταφέρεις αν ταυτόχρονα σου κακοποιούν την… ακοή. Πώς να απολαύσεις το φαΐ σου, όταν στ’ αυτιά σου βουίζει ένα συνεχές «τσλαπ, τσλαπ, τσλαπ»; Όταν ακούς τη γλώσσα του διπλανού τελεμέ να πλαταγίζει -μια στα χείλη του και μια στον ουρανίσκο του; Όταν ΜΙΛΑΕΙ ΚΙΟΛΑΣ ενώ μασάει και φοβάσαι μήπως κιμάς από το κεφτεδάκι αλεσμένος με πατάτα τηγανητή… δραπετεύσει από την μπούκα του και εκτοξευτεί στο μάτι σου;
Ο τσιγκούνης
Σου την έχει σπάσει πριν καν αρχίσετε να τρώτε. Προσπαθεί να περιορίσει την παραγγελία για να μην πληρώσει πολλά. Μαγκώνεται κάθε φορά που ακούγεται η άγια έκφραση «ναι, φέρε κι απ’ αυτό». Μολύνει την ιεροτελεστία του ξεσκίσματος με την ερώτηση «καλά, ρε παιδιά, ποιος θα τα φάει όλα αυτά»; Και φυσικά όταν έρθει ο λογαριασμός έχει προλάβει -όχι μόνο να κάνει τη διαίρεση, αλλά να σου υπολογίσει και την τετραγωνική ρίζα του δεκαδικού αριθμού ευρώ που πρέπει να πληρώσει ο καθένας σας. Άει στο διάολο, γρουσούζη…
Ο λαίμαργος
Προτιμότερο να έχεις δίπλα σου ναυαγό παρά εκείνον. Περισσότερο εγκρατής θα είναι. Περισσότερο κόσμια θα φερθεί. Και σίγουρα περισσότερο θα φάτε όλοι σας. Γιατί ο κοιλιόδουλος που κάνει τον διάβολο της Ταζμανίας να μοιάζει λιτοδίαιτος Ζαμπούνης κάθεται πάντα στο τραπέζι με ένα σκοπό: Να καταρρίψει το προηγούμενο ρεκόρ (που είναι δικό του) σε ταχύτητα/ανά πιρουνιά. Συνεχώς με γεμάτο στόμα, προετοιμάζει ΗΔΗ την επόμενη μπουκιά ενώ μασάει. Σε σπρώχνει για να φτάσει την τυροκαυτερή. Κι όταν κάποιος του επισημάνει στο τέλος την ψωμόλυσσα του, απαντά με θράσος: «Ντάξει, ρε παιδιά, τα ίδια σχεδόν φάγαμε…»
Ο φλύαρος «τσιν-τσιν»
Μπούρου-μπούρου, μπούρου-μπούρου, μπούρου-μπούρου! Από την ώρα που κάθεστε γλώσσα δεν βάζει μέσα του. Οπουδήποτε ο σπασαρχίδης είναι πρόβλημα, αλλά στην ταβέρνα είναι δέκα φορές μεγαλύτερο. Ενώ έχουν φτάσει τα φαγιά κι εσύ θες να πέσεις με τα μούτρα, εκείνος έχει όρεξη για κουβέντα. Θέλει οπωσδήποτε να του απαντήσεις σε μια θεωρία ή ερώτηση που πιθανότατα δεν έχεις ακούσει καν. Και φυσικά ανά 2,5 λεπτά υποκινεί «τσιν-τσιν» για να πετάξει φανφάρα ή να κάνει πρόποση. «Βάρα επιτέλους μια βούβα να φάμε σαν άνθρωποι» μονολογείς από μέσα σου, ενώ τσουγκρίζεις χαμογελαστός το ποτήρι μαζί του.
Ο βόθρος
Δεν είναι κακό να εκφράζεται κανείς ελεύθερα. Να είναι ο εαυτός του. Αρκεί να μην μοιράζεται όλα του τα σώψυχα (κι όλες τις άλλες εσωτερικές του διαδικασίες) μαζί μας. Και μάλιστα την ώρα που τρώμε! Κατεβάζει ο άλλος δυο γουλιές κοακόλα και θεωρεί απαραίτητο να ρευτεί σαν κροκόδειλος. Το κάνει μάλιστα δυνατά -μην τυχόν και δεν ακούσουν και στο δίπλα τραπέζι. Σου κάνει αστειάκια και χειρονομίες με τα χέρια λαδωμένα από τις πατάτες και την παπάρα στη χωριάτικη. Κι αν είναι σε τελικό στάδιο σήψης, δεν θα διστάσει ακόμα και κωλομέρι να σηκώσει συνωμοτικά, αφήνοντας το αντεράκι του ελεύθερο. Καλή όρεξη…