Η συνήθεια βολεύει όταν η αλλαγή τρομάζει…


«Αν ο άλλος σε θέλει, δε θα υπολογίσει παιδιά, σκυλιά, γατιά, τίποτα!», ακούστηκε και γέλασαν κι οι τοίχοι. Γύρισαν και σε κοίταξαν με δέος όταν ξεστόμιζες με θράσος κάτι τόσο κλισέ.

Ακόμα κι αν ισχύει, εκείνος που τολμάει να το πει θα ‘χει σίγουρα συγκεκριμένο σκεπτικό στο μυαλό του. Αν πούμε πως αυτή η φράση αποτελεί για κάποιους κανόνα στις σχέσεις, δε γίνεται εύκολα αντιληπτή απ’ όλους κι ούτε μπορεί να εκφραστεί αν δεν έχει προηγηθεί σε έναν βαθμό προσωπικό βίωμα, ώστε η εμπειρία να γίνει υπαρκτή και να μπορέσει να δικαιολογήσει τα επιχειρήματά του. Ωστόσο, το νόημα της συγκεκριμένης νοοτροπίας δεν είναι πάντα κατανοητό, ειδικά από κάποιον που βρίσκεται εγκλωβισμένος στους φόβους του και δεν έχει σκοπό να κάνει ένα βήμα παραπέρα, να στραφεί και να πραγματοποιήσει τις ενδότερες επιθυμίες του.

Οι φόβοι πάντα θα λειτουργούν ανασταλτικά στις σχέσεις του, σε εκείνο το «παρακάτω» που θα θέλει αλλά ποτέ δε θα έρχεται. Μάντεψε. Πάντα θα φταίνε οι άλλοι. Και στην περίπτωση που το φταίξιμο δεν είναι του άλλου, κάποιος λόγος μακρινός θα τον καθυστερεί να καταλήξει σε άμεση απόφαση. Είναι ένας τρόπος να παραμένει ασφαλής, να μη διεκδικεί τα λεγόμενά του γιατί έχει γαλουχηθεί με αυτόν τον τρόπο και δεν μπορεί εύκολα να κάνει την ανατροπή και να πάει κόντρα σε αυτά που μέχρι στιγμής γνωρίζει.

Κάνει βήματα προς τα πίσω γιατί τα μπροστά έχουν ευθύνες και υποχρεώσεις ενώ το αύριο φαντάζει άγνωστο. Είναι καλύτερα για εκείνον να βιώσει τον πόνο, για όσο χρονικό διάστημα διαρκέσει μέχρι να επουλώσει τις πληγές του και να ξαναβγεί στην επιφάνεια της αναζήτησης. Αυτό το επαναλαμβανόμενο σκηνικό καταλήγει να γίνει η ίδια του η ζωή κι ατέλειωτες σκέψεις και προβληματισμοί τον πλημμυρίζουν καθώς αρνείται να καταλάβει πως το πρόβλημα το δημιουργεί ο ίδιος και δεν προέρχεται από εξωτερικούς παράγοντες.

Ο ίδιος είναι που εμποδίζει τον εαυτό του να νιώσει την ευτυχία, να γευτεί τη χαρά της ζωής και τις όμορφες στιγμές που έρχονται και φεύγουν χωρίς να έχουν εκτιμηθεί περισσότερο. Ωστόσο, ακόμα κι αν βίωσε κάποιες εμπειρίες που χαράχτηκαν στο μυαλό του, τις απόλαυσε περιορισμένα, μέσα σ’ ένα ασφαλές περιβάλλον που –κατά τη δική του λογική σημασία– του έδινε ασφάλεια και μπορούσε να τα είχε όλα υπό έλεγχο. Δε θα ξέφευγε η κατάσταση, δε θα γινόταν κάτι διαφορετικό από το καθιερωμένο σκηνικό που είχε ήδη στήσει. Κι όλο αυτό είναι προφανώς μια ψευδαίσθηση στην οποία ζούσε «μισά» γιατί δεν μπορούσε να ζήσει «ολόκληρα».

Βέβαια, κανείς δεν του έχει εξασφαλίσει με βεβαιότητα μια ομαλή εξέλιξη. Κάπου, κάπως, θα ξεσπάσει αυτή η μονόπλευρη κατάσταση που λειτουργεί μόνο στο «δούναι». Κι όταν πια ξεσπάσει, η θύελλα που θα ακολουθήσει θα του είναι γνώριμη. Μια καταχνιά, που την έχει ζήσει κι άλλες φορές και ξέρει τι θα γίνει στη συνέχεια. Έτσι είναι, έτσι μεγάλωσε κι έτσι έμαθε, να μη ζητάει πολλά και μεγάλα πράγματα.

Δεν μπορεί να ζήσει κάτι τέτοιο ένας άλλος άνθρωπος, που ένα απλό εξάνθημα στην πλάτη του τον αναστατώνει τόσο που την επόμενη στιγμή είναι στην ουρά ενός νοσοκομείου για να διαπιστώσει πως εκείνο το σημάδι προήλθε απλώς από την ετικέτα της μπλούζας. Όταν κάποιος φοβάται που αναπνέει, τρέμει την ίδια του τη σκιά, πώς θα μπορέσει να πάει παρακάτω, να διευρύνει του ορίζοντές του, να τολμήσει την αλλαγή; Πώς θα μπορέσει να δει μια κατάσταση διαφορετικά; Την ευτυχία του θα την αφήσει να χαθεί στο πέρασμα του χρόνου.

Αν δεν έχει μάθει να είναι ευτυχισμένος, δεν ξέρει τι θα πει ανιδιοτελής αγάπη, ενώ σχεδόν πάντα θα επιλέγει να γυρίζει την πλάτη του σε κάτι που δεν νιώθει οικειότητα. Πάντα, βέβαια, θα προσπαθεί να βρει μια αιτία, για να πείσει τον εαυτό του, πως η επιλογή του ήταν σωστή. Δεν νιώθει καλά με την εξέλιξη. Φοβάται πως είναι δύσκολο, πως δε θα τα καταφέρει, θα τα χάσει και θα είναι τόσο βαθιά μπλεγμένος σε σκέψεις και ιδεοληψίες που μπορεί απ΄τη μία να σε θέλει, αλλά θα προτιμήσει την ασφάλεια και δε θα προσπαθήσει να σε διεκδικήσει, από φόβο μήπως τελικά δε λειτουργήσει τίποτα και δε γίνει όσο ευτυχισμένος θα ‘θελε.

Τώρα ξέρεις. Κατάλαβες και μην προσπαθείς να αλλάξεις γνώμη σε κάποιον που δεν έμαθε τι θα πει ευτυχία. Ίσως, να μη μάθει ποτέ. Ίσως να ζει σε μια πλάνη και σε μια συνεχόμενη ανασφάλεια. Έμαθε κι αρκέστηκε να μην αναζητάει το καλύτερο. Προτιμά να παραμένει στο καβούκι του, να ζει στο δικό του οικείο περιβάλλον. Πάντα θα ελπίζει για εκείνη την αλλαγή, που ίσως δεν έρθει και ποτέ!

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ