Μια ιστοριογραφική εισαγωγή
Όταν άρχισε να συγκροτείται ο κλάδος της Ιστορίας των Επιστημών, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ένα από τα ζητήματα που απασχολούσαν τους ιστορικούς ήταν η σχέση επιστημών και τεχνολογίας. Η παραδοσιακή εικόνα, η οποία παραμένει έως σήμερα στη δημόσια σφαίρα, είναι ότι η τεχνολογία εκπορεύεται από τις επιστήμες. Προηγούνται, δηλαδή, η θεωρητική πλαισίωση και η προσπάθεια εξαγωγής της αλήθειας από τη μελέτη του κόσμου και έπεται η όποια τεχνική και πρακτική εφαρμογή. Υπήρχε, επομένως, η αντίληψη ότι η ιστορία των τεχνικών και τεχνολογιών απομάκρυνε τον ιστορικό από το αντικείμενό του. Για αρκετούς ιστορικούς των επιστημών, το σημαντικό ήταν οι ιδέες και πώς προέκυψαν και όχι οι τεχνολογικές εφαρμογές των ιδεών.
Πώς προέκυψε αυτή η πεποίθηση με την οποία είναι σύμφωνοι και αρκετοί επιστήμονες έως τις μέρες μας; Ένας από τους λόγους είναι καθαρά συντεχνιακός. Αρχικά, ο κλάδος συγκροτήθηκε κατά βάση από επιστήμονες των σκληρών επιστημών, όπως της Φυσικής, της Χημείας και της Βιολογίας. Στόχος ιστορικών, όπως ο Ζορζ Σάρτον, ο Αλεξάντρ Κοϊρέ, ο Χέρμπερτ Μπάτερφιλντ, ήταν η ιδεαλιστική εξιστόρηση των ηρώων του παρελθόντος, όπως του Νεύτωνα, του Γαλιλαίου του Δαρβίνου κ.ο.κ. Κατά συνέπεια, οι τεχνικές πρακτικές και τεχνολογικές εφαρμογές αξιολογήθηκαν ως υποδεέστερες, υποκείμενες στην επιστημονική θεωρία και πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Οι ιστορικοί των επιστημών αυτής της ιστοριογραφικής προσέγγισης θεωρούσαν ότι η επιστήμη ήταν το αποτέλεσμα θεωρητικών διεργασιών, στοχασμού, σύγκρισης με προηγούμενες ιδέες, διαφορετικής ταξινόμησης και κανονικοποίησης του κόσμου κ.ο.κ. Ως αποτέλεσμα, η ιστορία δεν ήταν παρά η ιστορία εκείνων των επιστημόνων που «κατάφεραν» να επινοήσουν τη νεότερη επιστήμη, όπως ο Γαλιλαίος, ο Νεύτων, ο Αϊνστάιν κ.λπ. Στις αφηγήσεις τους δεν υπήρχε χώρος για οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα.
Ένας δεύτερος λόγος εξαιτίας του οποίου προέκυψε αυτή η αντίληψη για τη σχέση επιστήμης και τεχνολογίας ήταν η αντίδραση των ιστορικών της Δύσης στην αναδυόμενη τάση των μαρξιστών ιστορικών που αντιμετώπιζε τις επιστήμες ως το αποτέλεσμα οικονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης. Σταθμός σε αυτή την ιστορική κατεύθυνση είναι το άρθρο του Σοβιετικού ιστορικού των επιστημών Μπόρις Γκέσεν (Boris Hessen) με τον τίτλο «Οι κοινωνικές και οικονομικές ρίζες των αρχών του Νεύτωνα». Για τον Γκέσεν, αυτό που έκανε ο Νεύτων ήταν ότι συμπύκνωσε σε θεωρητική γλώσσα την πρακτική γνώση που είχαν παράγει οι τεχνίτες και μηχανικοί της εποχής του. Οι διανοητές της εποχής, δηλαδή, οικειοποιήθηκαν τις καθημερινές πρακτικές και δεξιότητες των τεχνιτών, μαστόρων και εργατών και τις τοποθέτησαν σε ένα αυστηρό θεωρητικό πλαίσιο. Η πραγματική κινητήρια δύναμη με την οποία αναδύθηκε η νεότερη επιστήμη, για τους μαρξιστές ιστορικούς, δεν ήταν άλλη από την ωφελιμότητα που θα είχε. Αυτό σημαίνει ότι η κατανόηση της συγκρότησης της νεότερης επιστήμης, κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα, προϋποθέτει την κατανόηση του αναδυόμενου καπιταλισμού.
Ο Γκέσεν παρουσίασε το άρθρο του το 1931 στο 2ο Παγκόσμιο Συνέδριο Ιστορίας των Επιστημών στο Λονδίνο. Σε εκείνο το εμβληματικό συνέδριο συμμετείχαν μερικοί από τους κορυφαίους ιστορικούς και φιλοσόφους της Σοβιετικής Ένωσης, μεταξύ των οποίων ο Νικολάι Μπουχάριν, οι οποίοι έφεραν στους Δυτικούς συναδέλφους τους μια διαφορετική και εξαιρετικά πλούσια προοπτική στην Ιστορία και τη Φιλοσοφία των Επιστημών. Πιο συγκεκριμένα, ο Γκέσεν έδειξε ότι, αν θέλουμε να διερευνήσουμε πώς παράγεται ένα έργο, ακόμη και οι εμβληματικές “Μαθηματικές αρχές της Φυσικής Φιλοσοφίας” του Νεύτωνα, πρέπει να λάβουμε υπόψη τις ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργήθηκε.
Η παραπάνω διαμάχη έχει μείνει στην Ιστορία ως διαμάχη μεταξύ εσωτερικιστικής και εξωτερικιστικής προσέγγισης της επιστήμης. Από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα, αρκετοί ιστορικοί, όπως ο Ντόναλντ Κάρντγουελ, ο Μπρούνο Λατούρ, ο Λάρι Στιούαρτ, ο Σάιμον Σάφερ κ.ά., απέφυγαν να τοποθετηθούν είτε προς τη μία είτε προς την άλλη ιστορική προσέγγιση και επέλεξαν να μελετήσουν αυτή τη σχέση μέσα από την ανάπτυξη της εφαρμοσμένης επιστήμης. Η στροφή στη μελέτη της σχέσης επιστήμης και τεχνολογίας είχε ως αποτέλεσμα να μη βλέπουμε ως πρωταγωνιστές αποκλειστικά τους επιστήμονες αλλά και τους μηχανικούς, τους τεχνίτες, τις μηχανές, τα εργοστάσια, τις νέες τεχνικές, την ίδια την παραγωγική διαδικασία, τις συνθήκες εργασίας, τη σχέση των τεχνοεπιστημονικών παράγωγων με τον καπιταλισμό κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, αρκετοί ιστορικοί των επιστημών επέλεξαν να δουν τη σχέση επιστήμης και τεχνολογίας ως μια αμφίδρομη σχέση αλληλεπίδρασης. Λείαναν τις αιχμές μεταξύ των δύο αρχικών πόλων και προσπάθησαν να «γεμίσουν» τα κενά με ενδιάμεσες συνθετικές αφηγήσεις. Ναι μεν αποδέχονταν ότι δεν γίνεται ένα έργο να δημιουργηθεί αποκομμένο από την ιστορική του πραγματικότητα, ωστόσο δεν κατέληγαν σε ένα σκληρό μαρξιστικό και ντετερμινιστικό σχήμα ότι οι ιστορικές συνθήκες θα γεννήσουν αναπόφευκτα και με συγκεκριμένη μορφή/περιεχόμενο ένα έργο.
Τα τελευταία πενήντα χρόνια οι ιστορικοί των επιστημών επισημαίνουν τη σύνθετη σχέση επιστήμης και τεχνολογίας. Αντιλαμβάνονται την επιστήμη ως μια πρακτική δραστηριότητα και όχι ως μια θεωρητική αφαίρεση. Αυτό συνεπάγεται ότι οι ιστορικοί θα στρέψουν τη ματιά τους σε εκείνα τα χαρακτηριστικά των επιστημών που σχετίζονται περισσότερο με τις τεχνικές και τεχνολογικές πρακτικές καθώς και με το ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο. Αυτό σημαίνει, ταυτόχρονα, ότι οι ιστορικοί δεν χρησιμοποιούν ερμηνευτικά σχήματα αποκλειστικά από την Ιστορία, αλλά οικειοποιούνται και μεθόδους από άλλες επιστήμες, όπως η Κοινωνιολογία, η Ανθρωπολογία, η Ιστορία της Εργασίας, οι Σπουδές Πολιτισμού (Cultural Studies), οι Σπουδές Φύλου (Gender Studies) κ.ο.κ. Επομένως, η αλλαγή στον τρόπο θέασης της σχέσης επιστήμης και τεχνολογίας συνοδεύεται και από μΙα αλλαγή στον τρόπο έρευνας αυτών των δύο εννοιών. Προφανώς, δεν είναι τυχαίο ότι και στις σκληρές επιστήμες, τις οποίες μελετάει η ιστορία των επιστημών, τα όρια μεταξύ επιστημονικών και τεχνολογικών πεδίων είναι λιγότερο αυστηρά στις μέρες μας. Ακόμη και ο τρόπος που γίνεται η έρευνα σε ένα εργαστήριο ή αστεροσκοπείο απαιτεί τη συνεργασία διαφορετικών ειδικοτήτων και το αποτέλεσμα της έρευνας είναι το αποτέλεσμα της σχέσης ανθρώπων και μηχανών. Από τη στιγμή που η ίδια η τεχνολογία υπαγορεύει σε μεγάλο βαθμό τα όρια της επιστημονικής έρευνας, πόσο εύκολα μπορεί να διατυπώσει κανείς ένα επιστημονικό/ερευνητικό ερώτημα χωρίς αυτό να είναι και τεχνολογικά υποκαθοριζόμενο; Στο επόμενο μέρος θα δούμε μερικά ιστορικά παραδείγματα της σχέσης επιστήμης και τεχνολογίας με σκοπό να αποτυπώσουμε τις αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις που είχαν τα ίδια τα ιστορικά υποκείμενα για το πώς ήταν ή θα έπρεπε να ήταν αυτή η σχέση.
Οι πρωταγωνιστές του παρελθόντος
Στο προηγούμενο άρθρο είδαμε μερικές από τις προσεγγίσεις των ιστορικών των επιστημών σχετικά με τη σχέση επιστημών και τεχνολογίας και πώς αυτές οι θέσεις άλλαξαν κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα. Σε αυτό το άρθρο θα δούμε το ίδιο το ιστορικό πλαίσιο.
Έως τις αρχές του 18ου αιώνα, όταν και αναδύθηκε μια τεχνολογία βασισμένη σε επιστημονικές αρχές, η νέα επιστήμη είχε διανύσει λίγο παραπάνω από 100 χρόνια ιστορίας. Αν δούμε τις εξελίξεις της εποχής, θα διαπιστώσουμε ότι πρώτον δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι η νέα επιστήμη θα επιβίωνε και δεύτερον ότι οι νέες τεχνολογικές εξελίξεις δεν ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμά της. Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Γιατί η νέα επιστήμη άντεξε; Ο ιστορικός των επιστημών Φλόρις Κοέν μας δίνει τρεις λόγους. Ο πρώτος λόγος ήταν ότι τα Μαθηματικά ενσωματώθηκαν στη μελέτη της φύσης ως μια ρεαλιστική προσπάθεια απεικόνισης και περιγραφής της πραγματικότητας. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι δεν υπήρχαν σαφή διακριτά όρια μεταξύ επιστημονικών πεδίων. Οι διανοητές διασταύρωσαν διαφορετικά πεδία με τρόπους που δεν είχαν δοκιμαστεί προηγουμένως και προέκυψαν ενδιαφέροντα και χρήσιμα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, η Μηχανική έως τον 17ο αιώνα δεν αποτελούσε μέρος της Φυσικής Φιλοσοφίας και ήταν ένας τεχνικός κλάδος. Από τον 17ο αιώνα και έπειτα αποτέλεσε ραχοκοκαλιά στη μελέτη της φύσης. Ο τρίτος λόγος ήταν η ανάγκη για ωφέλιμη επιστήμη σύμφωνα με το ιδεολογικό όραμα του Μπέικον. Ο Μπέικον έδειχνε έναν δρόμο που θα οδηγούσε την κοινωνία σε πρόοδο. Το κατά πόσο τα πράγματα οδήγησαν εκεί που οραματιζόταν ο Μπέικον αποτελεί μια εντελώς διαφορετική συζήτηση που έχουμε κάνει σε άλλα άρθρα. Για την ώρα, ας σταθούμε στο γεγονός ότι η ιδεολογία της ωφελιμότητας αποτέλεσε τον βασικό κινητήριο μοχλό της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου.
Ωστόσο, σε αυτό το σημείο οφείλουμε να αναρωτηθούμε το εξής: Η νέα επιστήμη ή Φυσική Φιλοσοφία των αρχών του 18ου αιώνα ήταν εκείνη που οδήγησε σε συγκεκριμένες τεχνικές και τεχνολογικές επινοήσεις; Οι τρεις λόγοι που δίνει ο Κοέν σίγουρα δεν μας οδηγούν σε μια θετική απάντηση. Αντιθέτως, μας δείχνουν πώς οι τεχνικοί κλάδοι της εποχής, όπως τα Μαθηματικά ή η Μηχανική, ενσωματώθηκαν στη μελέτη της φύσης με στόχο να της αλλάξουν τη μορφή σε μια κατεύθυνση που υπαγορευόταν από το όραμα του Μπέικον και όχι από μια «άχρηστη» ή άδολη διερεύνηση της αλήθειας. Επίσης, ένα δεύτερο ερώτημα είναι: Πώς αναδύθηκε μια νέα τεχνολογία βασισμένη σε επιστημονικές αρχές; Η νέα τεχνολογία αποτέλεσε απλώς εφαρμογή των επιστημονικών μεθόδων και αρχών; Και εδώ η απάντηση είναι αρνητική. Αυτό που προσπαθεί να μας πει ο Κοέν είναι ότι η νέα επιστήμη δεν αποτελούσε το απαραίτητο αίτιο για την εμφάνιση της νέας τεχνολογίας, αλλά ότι τα μεθοδολογικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά της ήταν απαραίτητα όταν η νέα τεχνολογία αναδύθηκε.
Κατά τη διάρκεια του 17ου= αιώνα, ο Φράνσις Μπέικον υποστήριζε ότι η νέα Φυσική Φιλοσοφία (η φυσική επιστήμη της εποχής) θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή ωφέλιμων ανακαλύψεων και εφευρέσεων. Οι περισσότεροι μηχανικοί, μαθηματικοί και πειραματιστές στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα διακήρυσσαν, ακολουθώντας το πρόσταγμα του Μπέικον, την ανάγκη για μια ωφέλιμη επιστήμη. Νέοι θεσμοί, όπως η Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου και η Ακαδημία Επιστημών του Παρισιού, συγκροτήθηκαν με αποκλειστικό στόχο την προώθηση και την ανάπτυξη μια χρήσιμης επιστήμης. Οι υποστηρικτές του οράματος του Μπέικον θεωρούσαν ότι η νέα γνώση δεν θα έπρεπε να παράγεται για λόγους πνευματικής ευχαρίστησης και αναψυχής, αλλά να είναι απολύτως χρηστική και να παρακινεί όλους να ασχοληθούν και να παράγουν.
Όπως γίνεται πάντα, έτσι και στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα η ίδια η πραγματικότητα κατάφερε να υπερβεί την «καθαρή» διανοητική σκέψη. Εκείνη την περίοδο υπήρχαν αρκετά προβλήματα στους μαθηματικούς κλάδους και αρκετά από αυτά ήταν τόσο πολύπλοκα, ώστε οι κορυφαίοι μαθηματικοί δεν κατέληγαν σε οριστικές απαντήσεις. Τότε, λοιπόν, εμφανίστηκε ένα νέος είδος τεχνιτών, οι οποίοι έφεραν λύσεις περίπου με τον τρόπο που λύθηκε και ο Γόρδιος Δεσμός. Τεχνίτες, όπως ο Τόμας Νιούκαμεν (Thomas Newcomen, 1664-1729), ο Τζον Χάρισον (John Harrison, 1693-1776), ο Τζον Σμίτον (John Smeaton, 1724-1792), ο Τζέιμς Βατ (James Watt, 1736-1819) και πολλοί άλλοι, κατάφεραν να υπερβούν τις θεωρητικές δυσκολίες και τη σύγχυση που υπήρχε στις μαθηματικές και τεχνικές επιστήμες. Οι άνθρωποι αυτοί έλυσαν προβλήματα της νέας επιστήμης μέσα στις μηχανές. Το γεγονός αυτό, αν και απαραίτητο, δεν ήταν επαρκές για να οδηγήσει στη Βιομηχανική Επανάσταση. Η εκβιομηχάνιση δεν απαιτούσε απλώς μια καλή επιστήμη.
Η βελτίωση της ατμομηχανής του Νιούκαμεν από τον Βατ, για παράδειγμα, αποτελούσε μια επινόηση που όφειλε πολλά στην επιστήμη. Υπήρχαν, ωστόσο, μηχανές που δεν προέκυψαν λόγω της νέας επιστημονικής γνώσης. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν οι μηχανές που κατέστησαν δυνατή τη μαζική παραγωγή βαμβακιού και άλλων υφασμάτων. Εφευρέτες και τεχνίτες, όπως ο Τζέιμς Χάργκρεϊβς (James Hargreaves, 1720-1778), ο Ρίτσαρντ Άρκραϊτ (Richard Arkwright, 1732-1792) και ο Σάμιουελ Κρόμπτον (Samuel Crompton, 1753-1827), συνέβαλαν στη δημιουργία των πρώτων κλωστικών μηχανών, οι οποίες αποτέλεσαν κινητήριο δύναμη της Βιομηχανικής Επανάστασης. Στη συνέχεια, όταν προέκυψαν οι απαιτήσεις για μαζική λεύκανση και βαφή των ρούχων, η Χημεία βοήθησε προς αυτή την κατεύθυνση. Η επιστήμη, δηλαδή, ήρθε εκ των υστέρων σε αυτή την περίπτωση.
Επίσης, όλη η τεχνική επινοητικότητα που είχε προκύψει κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα, θα πήγαινε ανεκμετάλλευτη αν δεν μετατρεπόταν σε πραγματική οικονομική και εμπορική καινοτομία. Οι άνθρωποι που ασχολήθηκαν με τις νέες μηχανές επένδυσαν σημαντικά ποσά και στόχος τους ήταν ο πολλαπλασιασμός των κερδών μέσω των προϊόντων που παρήγαγαν οι μηχανές. Ειδικά στην Αγγλία, το οικονομικό πλαίσιο ενθάρρυνε τέτοιου είδους επενδύσεις. Δεν υπήρχαν υπερβολικά περιοριστικοί νόμοι για πατέντες. Το κοινό ήταν περισσότερο ενημερωμένο σχετικά με την επιστήμη και τη βιομηχανία. Ο τρόπος δανεισμού μεγάλων κεφαλαίων ήταν εξαιρετικά οργανωμένος. Υπήρχε αξιόπιστη προστασία κατά των αυθαίρετων απαλλοτριώσεων. Τέλος, υπήρχε μια ενιαία εθνική αγορά που δεν επιβαρυνόταν από απαγορευτικούς εσωτερικούς ή εξωτερικούς δασμούς, ενώ διεκδικούσε να αποκτήσει και διεθνή χαρακτήρα λόγω των αποικιών στις ΗΠΑ και στην Ινδία.
Η ανάδυση της τεχνολογίας, επομένως, κάθε άλλο παρά αποτελούσε το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της νέας επιστήμης. Η νέα τεχνολογία ενσωμάτωνε την ιδεολογία του Μπέικον, νέες επιχειρηματικές πρακτικές, την ανάδυση της αστικής τάξης και την επιχειρηματική καινοτομία που αυτή έφερνε μαζί της, καθώς και μια συγκεκριμένη, τη βρετανική εν προκειμένω, οικονομική πραγματικότητα. Κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα έχει μια ιστορικότητα και όλα όσα παράγονται μέσα από τις ανθρώπινες δραστηριότητες συγκροτούν με τη σειρά τους νέες ιστορικές συνθήκες που θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να είναι και διαφορετικές.
Η τεχνοεπιστήμη και το πρόβλημα της ωφελιμότητας
Τον Σεπτέμβριο του 2018, σε ένα από τα πάνελ του Συνεδρίου που διοργάνωσε η Ευρωπαϊκή Εταιρεία της Ιστορίας της Επιστήμης (ESHS) σε συνεργασία με τη Βρετανική Εταιρεία Ιστορίας της Επιστήμης διατυπώθηκε μια ενδιαφέρουσα θέση. Οι ιστορικοί των επιστημών Γκρέιμι Γκούντει, Χάσοκ Τσανγκ, Ούρσουλα Κλάιν, Ρέιτσελ Μπουν και Μαουρίτσιο Εσπόζιτο υποστήριξαν ότι η έννοια της τεχνοεπιστήμης (technoscience) αποτελεί λύση στο πρόβλημα της σχέσης επιστημών και τεχνολογίας. Αυτή η θέση, προφανώς, δεν είναι καινούργια και έχει διατυπωθεί και υποστηριχθεί από αρκετούς ιστορικούς των επιστημών.
Στη δεκαετία του 1980 οι Μισέλ Καλόν, ο Μπρούνο Λατούρ και ο Τζον Λο πρότειναν ένα ερμηνευτικό πλαίσιο για τη σχέση επιστήμης και τεχνολογίας που ονομάστηκε Θεωρία Δρώντος-Δικτύου. Πρόκειται για μια προσέγγιση η οποία έχει στόχο να άρει τη διάκριση ανάμεσα σε κοινωνιολογικές και νατουραλιστικές προσεγγίσεις στις σπουδές επιστήμης και τεχνολογίας. Μία από τις θέσεις της είναι ότι η επιστήμη και η τεχνολογία αποτελούν παρόμοιες διαδικασίες και δεν υπάρχει κανένας λόγος να διακρίνονται μεταξύ τους. Αξίζει να αναρωτηθούμε το εξής: Ποιο είναι εκείνο το κρίσιμο χαρακτηριστικό που επιτρέπει στην τεχνοεπιστήμη να διευρύνεται και να συγκροτεί διαρκώς πιο πολύπλοκα δίκτυα παραγωγής γνώσης; Ποια είναι η κινητήρια δύναμη παραγωγής δικτύων γνώσης;
Οι ομιλητές του πάνελ στο συνέδριο του Λονδίνου είχαν μία απάντηση. Η απάντησή τους ήταν ότι το κριτήριο αλήθειας της τεχνοεπιστήμης είναι η ωφελιμότητα. Αν η τεχνοεπιστήμη παράγει κάτι που είναι ωφέλιμο και χρήσιμο, τότε προφανώς και είναι αληθινό. Το πρόβλημα πάντα στη Θεωρία Δρώντος-Δικτύου ήταν ο κίνδυνος του σχετικισμού. Αν η γνώση είναι αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης μεταξύ δρώντων, τότε πώς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι τα αποτελέσματα της επιστήμης ανταποκρίνονται στη μία, μοναδική και ανεξάρτητη πραγματικότητα; Με την έννοια της ωφελιμότητας, ο πυρήνας της τεχνοεπιστημονικής διαδικασίας παραμένει θωρακισμένος και κλειστός απέναντι στον σχετικισμό. Όλα αυτά μοιάζουν εύλογα και δύσκολα κάποιος δεν θα έγνεφε καταφατικά στην άποψη που θα έλεγε πως ό,τι είναι χρήσιμο είναι και αληθές.
Αυτό που μοιάζει εύλογο, ωστόσο, δεν είναι και απαραίτητα ακριβές. Η υλιστική προσέγγιση της Θεωρίας Δρώντος-Δικτύου τοποθέτησε στο κάδρο τις σύνθετες σχέσεις μέσα από τις οποίες παράγεται γνώση. Αυτές οι σχέσεις μεταξύ επιστημόνων, μηχανικών και μηχανών ενσωματώνουν κανόνες που γεννιούνται μέσα από δομές εξουσίας και ένα συγκεκριμένο οικονομικό περιβάλλον. Παράλληλα, φανέρωσε μια νέα εικόνα, όπου ανθρώπινοι και μη ανθρώπινοι δρώντες έχουν κοινές προθέσεις, από τις οποίες προκύπτει νέα τεχνοεπιστήμη. Το μεγάλο ερώτημα είναι: Έχουμε κάποιο κριτήριο για να αναγνωρίσουμε τις κοινές προθέσεις των δρώντων που συμμετέχουν στην παραγωγή της τεχνοεπιστήμης; Η απάντηση, και πάλι, είναι η ωφελιμότητα. Λένε ότι ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. Αν και η Θεωρία Δρώντος-Δικτύου άσκησε γόνιμη κριτική απέναντι στις επιστημονικές δομές που συγκρότησε η ηγεμονία του καπιταλισμού, οι οποίες ήθελαν την επιστήμη ως τον αδιαμφισβήτητο μοχλό προόδου και ευημερίας και «ενεργητικό» καθοδηγητή της «παθητικής» τεχνολογίας, η θεώρηση αυτή παρερμηνεύτηκε αφήνοντας χώρο σε τεχνοκρατικές ερμηνείες. Οι ιστορικοί του συγκεκριμένου πάνελ, στην προσπάθειά τους να συγκροτήσουν έναν σκληρό πυρήνα που θα περιγράφει την τεχνοεπιστήμη, έπεσαν στην παγίδα της ωφελιμότητας-χρηστικότητας. Στην προσπάθειά τους να ξεπεράσουν τους σκοπέλους και έναν δυνητικό σχετικισμό της κοινωνιολογικής προσέγγισης της τεχνοεπιστήμης, οδηγήθηκαν σε μια άκαμπτη θεώρηση που αφήνει εκτός της τεχνοεπιστήμης πολλά μη-ωφέλιμα και μη-χρηστικά. Την ίδια στιγμή σίγασαν τις βαθιές πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις της τεχνοεπιστήμης, που αναφέρονται σε συμφέροντα, συμμαχίες και συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών δρώντων. Το συμπέρασμά τους ήταν ότι η τεχνοεπιστήμη είναι αληθής επειδή είναι ωφέλιμη.
Η μελέτη της φύσης, ωστόσο, είναι πιο σύνθετη και πλούσια από την προσπάθεια παραγωγής χρήσιμων πραγμάτων. Ο Γάλλος μαθηματικός, φυσικός, μηχανικός και φιλόσοφος των επιστημών Ανρί Πουανκαρέ έγραψε ένα εξαιρετικό δοκίμιο το 1904 με τίτλο “Η αξία της επιστήμης”. Σημειώνει ότι ο άνθρωπος της επιστήμης δεν μελετά τη φύση για ωφελιμιστικούς σκοπούς: “Ο άνθρωπος της επιστήμης δεν μελετά τη φύση διότι κάτι τέτοιο είναι χρήσιμο. Τη μελετά διότι του αρέσει και του αρέσει διότι η φύση είναι όμορφη. Αν η φύση δεν ήταν όμορφη, δεν θα άξιζε τον κόπο να τη γνωρίσουμε, ούτε θα άξιζε τον κόπο να ζήσουμε τη ζωή μας. Δεν αναφέρομαι, βεβαίως, σε εκείνη την ομορφιά που ταρακουνά τις αισθήσεις, στην ομορφιά που φαντάζει ποιοτική. Όχι πώς την περιφρονώ, το αντίθετο, αλλά αυτή δεν έχει καμία σχέση με την επιστήμη. Αναφέρομαι όμως σε εκείνη την πιο κρυφή ομορφιά που εκπορεύεται από την αρμονική τάξη των μερών και που μπορεί να γίνει αντιληπτή από την ευφυΐα. Αυτή προσφέρει ένα σώμα, έναν σκελετό στις ιριδίζουσες όψεις που γοητεύουν τις αισθήσεις μας και που χωρίς αυτό το στήριγμα η ομορφιά εκείνων των φευγαλέων ονείρων δεν θα ήταν παρά ατελής, συγκεχυμένη και μονίμως διαφεύγουσα”.
Υπάρχει, δηλαδή, μια ανιδιοτέλεια από την οποία δεν μπορεί να απαλλαχτεί ο άνθρωπος που κυνηγά τη γνώση. Αυτή η ανιδιοτέλεια έχει ποιοτικά χαρακτηριστικά που δεν μπορούν να γίνουν ωφέλιμες ποσότητες. Πρόκειται για μια εκλεπτυσμένη αισθητική διαδικασία που επιδιώκει δημιουργία χωρίς ωφελιμότητα. Είναι η ίδια στόφα από την οποία πηγάζει κάθε έργο τέχνης.
Η Θεωρία Δρώντος – Δικτύου
Η Θεωρία Δρώντος – Δικτύου υποστηρίζει ότι όλα όσα παράγονται εντός της τεχνοεπιστήμης προκύπτουν μέσα από κοινωνικές σχέσεις και δίκτυα γνώσης και τα παραγόμενα αποτελέσματα διευρύνουν με τη σειρά τους αυτά τα δίκτυα. Όπως οι πολιτικοί διευρύνουν τις συμμαχίες τους προκειμένου να διατηρήσουν την εξουσία, ομοίως και οι επιστήμονες και μηχανικοί διευρύνουν τα δικά τους δίκτυα. Εντός των δικτύων κατασκευάζονται μηχανές οι οποίες δεν θα μπορούσαν να προκύψουν διαφορετικά. Οι μηχανές και όσα προκύπτουν από αυτές είναι προϊόντα των δικτύων. Μηχανές και υποκείμενα αποτελούν μια ενιαία, αλλά όχι αδιαίρετη κοινότητα εντός της οποίας παράγεται τεχνοεπιστήμη.
Η έννοια της ωφελιμότητας
Η έννοια της ωφελιμότητας έχει την καταγωγή της στον 17ο αιώνα και στις προγραμματικές διακηρύξεις του Φράνσις Μπέικον και στο “Νέο Όργανο” (1620). Σκοπός της γνώσης θα έπρεπε να είναι η βελτίωση της κοινωνίας και της καθημερινότητας. Αν η επιστήμη βελτίωνε την κοινωνία, τότε η γνώση που θα προέκυπτε θα ήταν αδιαμφισβήτητη.
Επιμέλεια: Δημήτρης Πετάκος