Στις 4 Μαρτίου του 1852 πέθανε ο συγγραφέας, δραματουργός και, κατά πολλούς, ιδρυτής του ρωσικού ρεαλισμού, Nikolai Gogol, ένας συγγραφέας για τον οποίο ο Dostoyevsky είπε ότι όλοι οι Ρώσοι ρεαλιστές «βγήκαμε κάτω από το παλτό του Gogol» κάνοντας αναφορά στη διάσημη ιστορία του. Πολλά από τα έργα του, όπως τα Τάρας Μπούλμπα (1835), Νεκρές Ψυχές (1842), Ο γενικός επιθεωρητής (1836) Το ημερολόγιο ενός τρελού (1842) κ.α. θεωρούνται σήμερα από τα σπουδαιότερα λογοτεχνικά έργα της Ρωσίας.
Ο Nikolai Vasilievich Gogol γεννήθηκε στις 19 Μαρτίου του 1809 στο κοζάκικο ουκρανικό χωριό Sorochyntsi. Το 1828 πήγε στην Αγία Πετρούπολη, όπου εξασφάλισε απασχόληση στο δημόσιο κι έγινε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής.
Η πρώτη του συλλογή διηγημάτων απέσπασε επαίνους, το 1831. Η επόμενη συλλογή του, Mirgorod (1835), περιείχε και το Τάρας Μπούλμπα, έργο που τελικά επεκτάθηκε το 1842 σ’ ολόκληρο μυθιστόρημα. Αυτό το έργο του, το οποίο εξετάζει τη ζωή των κοζάκων του 16ου αιώνα, αποκάλυψε τη μεγάλη δυνατότητα του συγγραφέα για ακριβή και με ανθρώπινη συμπόνια απεικόνιση των χαρακτήρων αλλά και το σπινθηροβόλο σατιρικό χιούμορ του.
Το 1836, κυκλοφορεί Ο Γενικός Επιθεωρητής, μια εύθυμη σάτιρα για τη φιλαργυρία και την ηλιθιότητα των γραφειοκρατών ανώτερων υπαλλήλων, έργο το οποίο θεωρείται από πολλούς κριτικούς ως ένα από τα σημαντικότερα κείμενα στη ρωσική λογοτεχνία. Το 1842 κυκλοφορούν οι Νεκρές Ψυχές, ένα μυθιστόρημα το οποίο χαρακτηρίζεται ως το μέγιστο δημιούργημα του συγγραφέα και ένα από τα λεπτότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Το έργο αυτό επηρέασε σημαντικά τις επόμενες γενιές των Ρώσων λογοτεχνών ενώ πολλά από τα πνευματώδη ρητά του πέρασαν στη γλώσσα του λαού και έγιναν αποφθέγματα. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και η άλλη διάσημη σήμερα ιστορία του, το Παλτό. Στο τέλος της ζωής του ο Gogol επηρεάστηκε σημαντικά από έναν φανατικό ορθόδοξο ιερέα, τον πάτερ Konstantinovskii, με αποτέλεσμα να κάψει πολλά χειρόγραφά του, όπως και αυτό των Νεκρών Ψυχών.
Ο Nikolai Gogol πέθανε όντας στα όρια της τρέλας, σε ηλικία 43 ετών, στις 4 Μαρτίου του 1852. «Είμαι προορισμένος από μυστηριώδεις δυνάμεις να περπατώ χέρι-χέρι με τους παράξενους ήρωές μου», έγραψε ο Gogol, «ενώ βλέπω τη ζωή με όλο το μέγεθός της να με προσπερνάει, να τη βλέπω μέσα από το γέλιο που βλέπει ο κόσμος και τα δάκρυα που ούτε βλέπει ούτε γνωρίζει ο κόσμος».
Ο λυρισμός, το χιούμορ και τη διεισδυτικότητα του Gogol, χάραξαν έναν καινούργιο δρόμο στη ρωσική και στην παγκόσμια λογοτεχνία, ενώ ως αναλυτής του γκροτέσκου της ανθρώπινης φύσης, ο Gogol χαρακτηρίζεται από πολλούς ως ο Hieronymus Bosch της Ρωσικής Λογοτεχνίας.