Οι μελισσοκόμοι στη Γαλλία λένε ότι ήταν μια καταστροφική χρονιά για το μέλι, με τις μέλισσες να πεθαίνουν από την πείνα και την παραγωγή να πέφτει κατακόρυφα έως και 80%
Το μέλι προστίθεται στη λίστα των προϊόντων που κινδυνεύουν να εξαφανιστούν λόγω της κλιματικής κρίσης. Οι μελισσοκόμοι σε όλη τη Γαλλία λένε ότι ήταν μια καταστροφική χρονιά για το μέλι, με τις μέλισσες να πεθαίνουν από την πείνα και την παραγωγή να πέφτει κατακόρυφα έως και 80%.
Ο Mικαέλ Ιζαμπέρ, ένας μελισσοκόμος στο Saint-Ours-les-Roches της κεντρικής Γαλλίας, έχασε το 70% της παραγωγής μελιού του και έπρεπε να ταΐσει τις αποικίες του με ζάχαρη για να τις βοηθήσει να επιβιώσουν μετά από μια κρύα, βροχερή άνοιξη. «Ήταν μια καταστροφική χρονιά», είπε ο Ιζαμπέρ, ο οποίος φροντίζει 450 κυψέλες. Μια κυψέλη παράγει συνήθως 15 κιλά μέλι το χρόνο, αλλά αυτή τη φορά, ο Ιζαμπέρ είπε ότι η φάρμα του απέδωσε μόνο μεταξύ 5 και 7 κιλών.
Οι χαμηλές θερμοκρασίες και οι έντονες βροχοπτώσεις εμπόδισαν τις μέλισσες να συγκεντρώσουν αρκετή γύρη και τα λουλούδια να παράξουν νέκταρ, το οποίο συλλέγουν τα έντομα για να φτιάξουν μέλι.
Η κακοκαιρία έχει επηρεάσει τους παραγωγούς μελιού σε ολόκληρη τη χώρα, με την ανοιξιάτικη παραγωγή να μειώνεται κατά 80% σε ορισμένες περιοχές, δήλωσε η γαλλική εθνική μελισσοκομική ένωση (Unaf). Οι βροχοπτώσεις αυξήθηκαν κατά 45% στον ετήσιο μέσο όρο, ανέφερε η Unaf. «Με τις καιρικές συνθήκες να είναι καταστροφικές σε πολλές περιοχές με άφθονες βροχοπτώσεις… και τις χαμηλές θερμοκρασίες να διαρκούν μέχρι αργά, η βιωσιμότητα πολλών μελισσοκόμων απειλείται», πρόσθεσε
Οι Γάλλοι μελισσοκόμοι είχαν ήδη ταλαιπωρηθεί από τον παραταμένο καύσωνα και τους καθυστερημένους παγετούς, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Unaf, Κρίστιαν Πονς, κάνοντας αυτή τη «μαύρη χρονιά» ακόμη χειρότερη. Νωρίτερα φέτος εκπρόσωποι του κλάδου διαμαρτυρήθηκαν για τον «αθέμιτο ανταγωνισμό» από ξένους παραγωγούς, που οδήγησε την κυβέρνηση να αποδεσμεύσει πέντε εκατομμύρια ευρώ σε βοήθεια.
Οι Γάλλοι καταναλώνουν κατά μέσο όρο 45.000 τόνους μελιού ετησίως, περίπου 20.000 τόνους εκ των οποίων παράγονται στη Γαλλία, σύμφωνα με το συνδικάτο της Συνομοσπονδίας Αγροτών.