Ποιος κρύβεται πίσω απ’ τη δολοφονία της τετραμελούς οικογένειας Cowden;


Τι αντίκρισαν οι αστυνομικοί; Τι ρόλο έπαιζε η οικογένεια του θύματος; Γιατί δεν έχει αποδοθεί ακόμα δικαιοσύνη; Ποιος τελικά ήταν ο δολοφόνος;

Τις απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα προσπαθεί να δώσει ο Βαγγέλης Γιαννίσης, συγγραφέας της σειράς αστυνομικών μυθιστορημάτων με τον επιθεωρητή Άντερς Οικονομίδη (Διόπτρα) και περήφανος γατομπαμπάς του Jax.

Υπόθεση #39 – Η δολοφονία της οικογένειας Cowden

Ένα μικρό πλασματάκι κλαψουρίζει μπροστά από την πόρτα του μοναδικού σούπερ μάρκετ του Copper, στην καρδιά των Όρεων Siskiyou. Ο ιδιοκτήτης είχε ξαναδεί το σκυλάκι ράτσας Basset Hound μόλις το προηγούμενο πρωί, όταν ο εικοσιοχτάχρονος Richard Cowden είχε επισκεφτεί το κατάστημα παρέα με τον πεντάχρονο γιο του, David και το σκυλάκι της οικογένειας, τον Droopy, για να αγοράσουν γάλα. Στην πολίχνη είχαν αρχίσει ήδη να εξαπλώνονται οι φήμες για μία οικογένεια που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς από το κοντινό κάμπινγκ. Ο ιδιοκτήτης του σούπερ μάρκετ πήρε τον Droopy αγκαλιά κι επέστρεψε στο εσωτερικό του καταστήματος, για να τηλεφωνήσει στην αστυνομία.

Στις 30 Αυγούστου, η τετραμελής οικογένεια Cowden αναχώρησε από το White City του Oregon, όπου έμεναν, για να κάνουν κάμπινγκ κοντά στο Copper. Εκείνο το πρωινό ο Richard σχεδίαζε να μεταφέρει χαλίκι, με το οποίο θα έστρωνε τον δρόμο μπροστά στο γκαράζ του σπιτιού, αλλά καθώς το φορτηγό που μετέφερε το χαλίκι χάλασε, η οικογένεια αποφάσισε να εκμεταλλευτούν την αργία της Ημέρας των Εργατών εκείνο το Σαββατοκύριακο και να ταξιδέψουν μέχρι τα Όρη Siskiyou. Το βράδυ της Κυριακής 1ης Σεπτεμβρίου, η μητέρα της Belinda Cowden, Ruth, περίμενε την οικογένεια για δείπνο σπίτι της, το οποίο απείχε περίπου ένα χιλιόμετρο από το κάμπινγκ. Αποφάσισε να πάει εκεί για να διαπιστώσει αν όλα ήταν καλά. Σύντομα θα καταλάβαινε πως η ανησυχία που ένιωθε ήταν δικαιολογημένη.

Στο κάμπινγκ, η Ruth βρέθηκε μπροστά σε μία μάλλον απόκοσμη σκηνή: το φορτηγάκι μάρκας Ford των Cowden ήταν παρκαρισμένο μπροστά από τη σκηνή της οικογένειας. Μέσα του βρίσκονταν οι βαλίτσες με τα ρούχα των Cowden. Τα κλειδιά του οχήματος βρίσκονταν πάνω στο ξύλινο τραπέζι της κατασκήνωσης, δίπλα στην τσάντα της Belinda. Ένα πλαστικό τάπερ γεμάτο παγωμένο νερό βρισκόταν στο έδαφος, μαζί με μία συσκευασία πάνες, ένα γκαζάκι κι ένα μισοτελειωμένο κουτί γάλα. Το ακριβό ρολόι του Richard και το πορτοφόλι του βρέθηκαν κι αυτά στο έδαφος, όπως κι ένα ανοιχτό πακέτο τσιγάρα, από αυτά που συνήθιζε να καπνίζει η Belinda. Το μόνο που έλειπε ήταν τα μαγιό τους -και, φυσικά, οι Cowden. Η Ruth, αφού περίμενε μάταια επί μία ώρα, ανέφερε την εξαφάνιση της οικογένειας στην τοπική αστυνομία. Πραγματοποιήθηκε επιτόπια έρευνα, μέχρι που έπεσε το σκοτάδι, ωστόσο η έναρξη της πραγματικής έρευνας θα καθυστερούσε ακόμα μία ημέρα, καθώς σύμφωνα με τον υπαστυνόμο Mark Kezar, δεν υπήρχαν ενδείξεις περί εγκληματικής ενέργειας.

Τους επόμενους μήνες, οι αρχές, συγγενείς των Cowden αλλά κι εθελοντές θα έψαχναν για την οικογένεια, δίχως αποτέλεσμα. Η πρωτοφανής σε μέγεθος έρευνα, για την οποία συνεργάστηκαν η τοπική και η πολιτειακή αστυνομία του Oregon, η Δασονομία, η Εθνοφρουρά, μέχρι κι ένα σώμα Προσκόπων, κάλυψε όλη την περιοχή γύρω από το κάμπινγκ από έδαφος κι αέρα, με τη συμμετοχή ελικοπτέρων, τα οποία μάλιστα χρησιμοποίησαν κάμερες με υπέρυθρες ακτίνες. Η έρευνα στην περιοχή σταμάτησε στις 7 Σεπτεμβρίου, ωστόσο φίλοι και συγγενείς των Cowden συνέχιζαν να ψάχνουν κάθε φορά που έβρισκαν την ευκαιρία. Η οικογένεια είχε εξαφανιστεί δίχως ίχνος, και μάλιστα δίχως κάποια προφανή εξήγηση. Σίγουρα η εξαφάνιση δεν ήταν εκούσια, καθώς δεν είχαν χρέη, ώστε να κρυφτούν από τυχόν πιστωτές. Ούτε το κίνητρο της πιθανής απαγωγής ήταν χρηματικό, μιας και όλα τα υπάρχοντα των Cowden βρέθηκαν στο κάμπινγκ.

Εφτά μήνες αργότερα, στις 12 Απριλίου του 1975, δύο άτομα που έψαχναν για χρυσό στο Carberry Creek, 11 χιλιόμετρα από την κατασκήνωση, εντόπισαν έναν σκελετό δεμένο σε ένα δέντρο. Κάλεσαν αμέσως την αστυνομία και σε κοντινή απόσταση, μέσα σε μία σπηλιά, η είσοδος της οποίας είχε καλυφθεί με πέτρες, ανακαλύφτηκαν τα λείψανα της Belinda, του David και της Melissa, η οποία εκείνο τον μήνα θα γινόταν ενός χρόνου. Οι νεκροψίες/νεκροτομές δεν αποκάλυψαν την αιτία θανάτου του Richard. Αντίθετα, η Belinda και ο David πυροβολήθηκαν στο κεφάλι με καραμπίνα, ενώ η Melissa πέθανε εξαιτίας κρανιακών κακώσεων. Κανένα όπλο δε βρέθηκε στη γύρω περιοχή, γεγονός που αμέσως κατέρριψε τη θεωρία πως για κάποιο λόγο ο Richard δολοφόνησε την οικογένειά του και στη συνέχεια αυτοκτόνησε.

Τι συνέβη, λοιπόν, το πρωινό της 1ης Σεπτεμβρίου, όταν τα ίχνη των Cowden χάθηκαν; Αφού ο Richard κι ο David επέστρεψαν από το Copper, η οικογένεια πιθανότατα επισκέφτηκε το Carberry Creek για να κολυμπήσουν. Λίγο αργότερα, ο δράστης ή οι δράστες, τους απήγαγαν υπό την απειλή όπλου πιθανότατα και τους μετέφεραν σε άγνωστη τοποθεσία. Μία οικογένεια από το Los Angeles, που είχαν έρθει για καμπινγκ εκείνο το απόγευμα κατέθεσαν στην αστυνομία ότι είδαν δύο άντρες και μία γυναίκα σε ένα αγροτικό, να έχουν σταθμεύσει κοντά στο σημείο. «Ήταν λες και περίμεναν να φύγουμε. Ο τρόπος με τον οποίο μας κοίταζαν μας έκανε νευρικούς, έτσι απλά φύγαμε», κατέθεσαν στην αστυνομία. Αργότερα, ένας από τους εθελοντές που συμμετείχαν στην έρευνα για την αναζήτηση των Cowden θα καταθέσει πως είχε ψάξει τη σπηλιά στην οποία βρέθηκαν τα οστά της Belinda και των δύο παιδιών τον Σεπτέμβριο του 1974, χωρίς ωστόσο να βρει τίποτα.

Από την έρευνα προέκυψε ένας ύποπτος, ο Dwain Lee Little, ο οποίος δέκα χρόνια νωρίτερα, στην ηλικία των 15 χρόνων, δολοφόνησε τη δεκαεξάχρονη γειτόνισσά του, Orla Fay Fipps και στη συνέχεια ασέλγησε στο άψυχο σώμα της. Καταδικάστηκε σε ισόβια, ωστόσο απελευθερώθηκε με αναστολή έπειτα από μία δεκαετία. Έμενε περίπου τριάντα χιλιόμετρα μακριά από την κατασκήνωση και οι γονείς του, με τους οποίους έμενε, είχαν ένα αγροτικό, το οποίο ταίριαζε με την περιγραφή που είχε δώσει η οικογένεια από το Los Angeles. Επιπλέον, σύμφωνα με την πρώην κοπέλα του, είχε μία κυνηγετική καραμπίνα, η οποία μέχρι σήμερα ποτέ δε βρέθηκε. Καθώς η κατοχή όπλου παραβίαζε τους όρους αποφυλάκισής του, η αστυνομία του έδωσε μία εναλλακτική: ή θα περνούσε από τεστ πολυγράφου σχετικά με τη δολοφονία των Cowden, ή θα επέστρεφε στη φυλακή. O Little διάλεξε το δεύτερο. Βγήκε ξανά από τη φυλακή το 1977, αλλά συνελήφθη ξανά τρία χρόνια αργότερα για την απαγωγή, τον βιασμό και την απόπειρα ανθρωποκτονίας μίας εγκύου. Καταδικάστηκε σε εξήντα χρόνια φυλάκιση και μέχρι σήμερα κρατείται, δίχως ωστόσο να του έχουν απαγγελθεί κατηγορίες για τη δολοφονία της οικογένειας Cowden. Πιθανότατα δε θα μάθουμε ποτέ αν ο Little ή κάποιος άλλος, άγνωστος δράστης συνάντησε εκείνο το πρωινό την οικογένεια, βάζοντας τέλος στις ζωές τεσσάρων αθώων ανθρώπων.

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ