Τα κρυπτονομίσματα και ο κανόνας του χρυσού


Tη δεκαετία του 1930, σύμφωνα με τον Τζον Μέιναρντ Κέυνς, ένα από τα καθήκοντα ενός περιφερειακού επιτρόπου στην Ουγκάντα ήταν να επιθεωρεί και να αξιολογεί κατσίκες.

Η τοπική νομισματική μονάδα ήταν η κατσίκα και έτσι τα περισσότερα αγαθά αποτιμούνταν σε κατσίκες. Οπότε όταν ένας ντόπιος προσπαθούσε να ξεπληρώσει ένα χρέος παρουσιάζοντας ένα ζώο το οποίο ήταν εξαιρετικά άρρωστο, γερασμένο ή για οποιοδήποτε λόγο ανεπιθύμητο, ο περιφερειακός επίτροπος έκρινε αν το συγκεκριμένο ζώο ήταν αρκετά υγιές ώστε να μετρήσει ως «κατσίκα» για συναλλακτικούς σκοπούς, κατά πόσο ήταν μια διαπραγματεύσιμη κατσίκα.

Ένας τρόπος να κατανοήσει κανείς το σύστημα αυτό είναι να θεωρήσει ότι η αντίστοιχη οικονομία υπαγόταν ουσιαστικά σε «έναν κανόνα της κατσίκας» – η αξία του νομίσματος της ήταν συνδεδεμένη με την αξία ενός υποκείμενου εμπορεύματος. Αν η αξία του εμπορεύματος υποχωρούσε σε σχέση με άλλα εμπορεύματα, η αξία της νομισματικής μονάδας θα σημείωνε ανάλογη πτώση (δηλαδή, θα υπήρχε πληθωρισμός) και αντίστροφα.

Ο κανόνας της κατσίκας και ο κανόνας του χρυσού είναι παρόμοιες έννοιες. Η ιδέα και στις δύο περιπτώσεις είναι ότι το χρήμα έχει αξία γιατί είναι με κάποιο τρόπο συνδεδεμένο με κάτι υλικό, με το οποίο μπορεί να ανταλλαχτεί. Ωστόσο, το μοντέλο του «κανόνα του εμπορεύματος» έχει εν πολλοίς εγκαταλειφθεί. Tα σημερινά παραστατικά νομίσματα (fiat) αντλούν την αξία τους αποκλειστικά από τις υποσχέσεις των κρατών που τα εκδίδουν. Ουσιαστικά, αυτό που συνέβη είναι πως αποσύραμε τις πραγματικές κατσίκες από το σύστημα και τώρα χρησιμοποιούμε μόνο νοητές κατσίκες.

Τούτο σημαίνει πως έχουμε καταλήξει σε μια πιο αφηρημένη ιδέα του νομίσματος, ως ενός κουπονιού το οποίο αντλεί την αξία του αποκλειστικά από την προσδοκία ότι θα γίνει αποδεκτό σε μια πληρωμή. Σε έναν κόσμο που λειτουργεί με βάση το μοντέλο αυτό, οτιδήποτε γίνεται αποδεκτό ως πληρωμή λειτουργεί ως νόμισμα, ανεξάρτητα από την ταυτότητα του δημιουργού του. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να προξενεί έκπληξη ότι έχουμε δει μια έκρηξη στη δημιουργία κρυπτονομισμάτων: εξολοκλήρου ιδιωτικά κουπόνια τα οποία έχουν δημιουργηθεί για να λειτουργούν ως μέσα πληρωμής.

Η ύπαρξη των νομισμάτων αυτών αμφισβητεί ευθέως την ιδέα ότι το χρήμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο από έθνη κράτη. Συγκεκριμένα, αντικρούει την ιδέα ότι αυτό που δίνει στο χρήμα υπόσταση είναι η ύπαρξη εθνικών νόμων που αναγκάζουν τους κατοίκους να το χρησιμοποιούν – καθιστώντας το «νόμιμο χρήμα». Αν αυτός ήταν ο ορισμός του νομίσματος, τότε θα προσέφερε την απαραίτητη σύνδεση ανάμεσα στην κρατική ισχύ και τη δημιουργία χρήματος. Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο πως δεν είναι.

Για παράδειγμα, οι πολίτες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στη Γερμανία δεν σταμάτησαν να χρησιμοποιούν το μάρκο γιατί έπαψε να είναι νόμιμο χρήμα, αλλά γιατί έπαψε να είναι αποδεκτό σε πληρωμές από τους συμπολίτες τους. Αντίστοιχα, η οικονομία της Ζιμπάμπουε υποκατέστησε σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα το δολάριο Ζιμπάμπουε, το οποίο ήταν το νόμιμο χρήμα, με το αμερικανικό δολάριο, το οποίο δεν ήταν, χωρίς να χάσει κάποια νομισματική λειτουργία. Στην ουσία, όταν μια μονάδα δεν θεωρείται πως είναι πλέον αποδεκτή για την αποπληρωμή χρέους, παύει να είναι χρήμα, ανεξάρτητα από την νομική της υπόσταση.

Οπότε ποιο είναι η σύνδεση του χρήματος με το κράτος;

Σε μια οικονομία, αυτό το οποίο είναι αποδεκτό ως μέσο πληρωμής στο μεγαλύτερο συμμετέχοντα στην οικονομία αυτή θα λειτουργεί ως χρήμα. Από την στιγμή που το κράτος είναι ο μεγαλύτερος συμμετέχοντας σε οποιαδήποτε εθνική οικονομία, οτιδήποτε αποδέχεται ως μέσο πληρωμής θα είναι de facto «χρήμα» σε αυτήν την οικονομία.

Η σύνδεση αυτή, ωστόσο, έχει ένα τίμημα. Επειδή τα νομίσματα εκλαμβάνονται ως υποχρεώσεις του κράτους, κερδίζουν ή χάνουν αξία ως αποτέλεσμα των διακυμάνσεων στην αξιοπιστία του κράτους αυτού. Υπό το πρίσμα αυτό, η υπόσχεση του κράτους που στηρίζει τα νομίσματα είναι απλώς μια σύγχρονη εκδοχή της κατσίκας – η σύνδεση ανάμεσα σε μια νοητή μονάδα μέτρησης και ένα εξωτερικό πράγμα.

Το 1971 οι ΗΠΑ αποσύνδεσαν το δολάριο από τον χρυσό. Το επόμενο λογικό βήμα είναι η εγκατάλειψη των παραστατικών νομισμάτων.

Η διάρρηξη της σύνδεσης αυτής μέσω της χρήσης ιδιωτικά εκδιδόμενων εργαλείων πληρωμών αντιστοιχεί με την εγκατάλειψη της υποκείμενης κατσίκας. Μόλις φύγει, η κατσίκα πιθανότατα δεν θα μας λείψει, όπως δεν μας λείπει σήμερα και ο κανόνας του χρυσού.

Του Simon Gleeson

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ